Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ανάργυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάργυρος, -η, -ο [anáryiros] (L)
  • without money, penniless, penurious (syn αδέκαρος, απένταρος, άψιλος, L αχρήματος)

[fr MG ανάργυρος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες