Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμωνιακός -ή -ό [amoniakós] Ε1 : που αναφέρεται στην αμμωνία, που περιέχει αμμωνία ή που παράγεται από αυτή: Aμμωνιακό άλας, εμπορική ονομασία του χλωριούχου αμμωνίου.
[λόγ. < ελνστ. ἅλας Ἀμμωνιακόν < Ἄμμων, επειδή παραγόταν κοντά σε ναό του θεού Άμμωνα στην Aίγυπτο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμωνιακός, -ή, -ό [amoniakós] (L) chem
- of ammonium, ammoniacal:
- γόμα αμμωνιακή (L αμμωνιακόν κόμμι) gum ammoniac |
- αμμωνιακόν άλας ammonia salt, sal ammoniac (syn νισαντίρι) |
- αμμωνιακό διάλυμα ammoniacal solution |
- αμμωνιακόν ύδωρ ammonia liquor
[fr LK ἀμμωνιακός, der of ἀμμωνία]
- of ammonium, ammoniacal:



