Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αμις
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμίσητος, -η, -ο [amísitos]
  • not hated or not arousing hatred against o.s. (ant μισητός, απεχθής):
    • και από το φθόνο αμίσητη είναι η καλοσύνη (Dimitrakos)

[cpd w. AG, MG, ModG μισητός; cf also αξιο-, δυσ-, ευ-μίσητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμισθί [amisθí] επίρρ. : (λόγ.) χωρίς μισθό: Εργάζεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμισθί]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμισθί [amisθí] adv (L) (& αμιστί)
  • without payment, gratis, for nothing (syn χωρίς μισθό, χωρίς αμοιβή, δωρεάν, έτσι):
    • υπηρετεί ~ ως δόκιμος |
    • προσφέρεται να εργασθεί ~ |
    • γράφτηκα ότι θέλω δουλέψει την πατρίδα μου με πίστη κι αμιστί (Makryg) |
    • το προσωπικό του ορφανοτροφείου υπηρετεί ~ (Venezis) |
    • γιατρεύουμε και ζω, όλα τα ζωντανά του Θεού, αμιστί, μόνο καμιά φορά (άνθρωπος είμαι και γω) δέχομαι κάνα δώρο, λίγο ρακί κλ (KValetas)

[fr kath ← K, PatrG ← AG ἀμισθί]

[Λεξικό Κριαρά]
αμισθία η.
  • Tο να μην παίρνει κάποιος μισθό, έλλειψη μισθού:
    • (Παράφρ. Xων. 358).

[μτγν. ουσ. αμισθία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμισθοδότητος -η -ο [amisθoδótitos] Ε5 : που δεν τον έχουν μισθοδοτήσει.

[λόγ. α- 1 μισθοδοτη- (μισθοδοτώ) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμισθος -η -ο [ámisθos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που τον έχουν προσλάβει και εργάζεται χωρίς μισθό. ANT έμμισθος: ~ υφηγητής / πρόξενος / υποθηκοφύλακας. Οι συμβολαιογράφοι είναι άμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι. 2. που δεν έχει ως συνέπεια την καταβολή μισθού. ANT μισθωτός: Άμισθη εργασία. Άμισθη θέση (εργασίας), που η κατοχή της από κπ. δε συνεπάγεται την καταβολή μισθού σ΄ αυτόν.

[λόγ. < αρχ. ἄμισθος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμισθος, -η, -ο [ámisθos] (L) (& rarely άμιστος)
  • unpaid, unsalaried, unremunerated (ant έμμισθος, μισθωτός):
    • υπάλληλος ~ |
    • την έχουν ψυχοκόρη άμιστη |
    • προσελήφθη ως ~ συντάκτης |
    • διορίσθηκε ~ υφηγητής |
    • επιζητούν το αξίωμα του άμισθου υποπρόξενου |
    • δικηγόρος ασκούμενος και ~ |
    • ~ βοηθός, ~ επιμελητής or επιμελήτρια (εργαστηρίου) |
    • στη Λαϊκή Σχολή εδίδασκαν άμισθοι επιστήμονες (Skouzes) |
    • οι άμισθοι τότε "Πατέρες του Έθνους" (id.) |
    • δυναμισμό μπορεί να αναπτύξει μόνος ένας καλοπληρωμένος επαγγελματίας μαχητής και όχι ένας ~ εθελοντής (PSolomos)
  • ⓐ of functions, jobs, positions, unpaid:
    • άμισθη απασχόληση |
    • θέση άμισθη |
    • μια άμισθη έδρα στο πανεπιστήμιο |
    • τα άμισθα υποθηκοφυλακεία |
    • τα χωριά είχαν στην αρχή μια εθελοντική άμισθη υπηρεσία (Athanasiadis-N) |
    • το λειτούργημα του επιτρόπου είναι υποχρεωτικό και άμισθο (Christidis AK)

[fr pap, 2nd c. BC to 7th c. AD), K, PatrG ἄμισθος ← AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αμίσθωτος, επίθ.
  • Που δεν παίρνει μισθό, που δεν έχει χρήματα:
    • (Λεξ. I 78).

[αρχ. επίθ. αμίσθωτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμίσθωτος -η -ο [amísθotos] Ε5 : (λόγ., για ακίνητο) ανοίκιαστος, ξενοίκιαστος. ANT μισθωμένος: Aμίσθωτο κατάστημα σε κεντρικό σημείο της πόλεως.

[λόγ. < αρχ. ἀμίσθωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμίσθωτος, -η, -ο [amísθotos] (L)
  • unoccupied, not rented (syn ανοίκιαστος, ξενοίκιαστος, ant μισθωμένος, νοικιασμένος):
    • το σπίτι έμεινε αμίσθωτο |
    • κτήματα αμίσθωτα

[fr MG αμίσθωτος 'not receiving pay, money' ← K ἀμίσθωτος 'unhired' ← AG, cpd w. (AG, K, PatrG, ModG) μισθωτός (whence also LK μισθωτ-ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες