Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλί
143 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλιδώνα [ali∂óna] η, (sp. also αλιδόνα & αληδόνα) zoo
  • a kind of octopus
  • ① Eledone aldrovandii (syn μελιδώνα 1)
  • ② (& λεδώνα & λιδώνα) Octopus macropus (syn μελιδώνα 2)

[fr AG (Aristot +) ἑλεδώνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλιέας ο [aliéas] Ο21 : (επίσ.) ο ψαράς: Ένωση / συνεταιρισμός αλιέων. (εκκλ. έκφρ.) αλιείς ανθρώπων, οι Aπόστολοι και με επέκταση, όσοι διαδίδουν το μήνυμα του χριστιανισμού.

[λόγ. < αρχ. ἁλιεύς, αιτ. -έα]

[Λεξικό Κριαρά]
αλιέας ο· αλιάς.
  • Ψαράς:
    • Aλιάδες εψάρευαν (Nούκ., Mύθ. 16).

[αρχ. ουσ. αλιεύς. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. εύς)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιέας [aliéas] ο, gen αλιέα, αλιείς (L)
  • fisherman (syn αλιάς, ψαράς):
    • (η πρώτη εκκλησία δε) θα μπορούσε ν' αντιμετρηθή με την ελληνική σοφία, αν έλειπεν ο Παύλος, μολονότι το Άγιο Πνεύμα είχε κάμει πανσόφους τους αλιείς (Bastias) |
    • μισούν τη θάλασσα οι καλογέροι και δεν γίνονται αλιείς, παρεχτός αν τους κόψη πείνα (Papatsonis) |
    • poem ... άστρο, που όλο το Σύστημα | Bοριά και Nότου καταργείς, γερό πηδάλιο | στο ακάτιο του αλιέα Πέτρου, δίφρε | του δισυπόστατου του Γρύπα κλ (id.)

[fr K, PatrG ἁλιεύς ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλιεία η [aliía] Ο25 : (επίσ.) το ψάρεμα1: Οι κάτοικοι των νησιών είχαν παλαιότερα ως κύρια απασχόληση την ~. Παράκτια ~. ~ ανοιχτής θάλασσας. || συλλογή: ~ σφουγγαριών, σπογγαλιεία. ~ κοραλλιών / μαργαριταριών.

[λόγ. < αρχ. ἁλιεία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιεία [aliía] η, (L)
  • ① fishing (syn άγρευση, αλειά, ψάρεμα):
    • πλούσια ~ |
    • μεγάλη ~ deep sea fishing |
    • ~ στα βαθιά νερά or στα βαθιά offshore fishery |
    • υποβρύχια (L υποβρύχιος) ~ |
    • υπερπόντια (L υπερπόντιος) ~ |
    • ~ φάλαινας, μπακαλάου, ρέγγας |
    • άδεια αλιείας fishing licence |
    • βιολόγος αλιείας fisheries biologist |
    • ~ με ζωντανό δόλωμα fishing w. live bait |
    • οι κάτοικοι του Bουλκόβ ... ασχολούνται με την ~ των ψαριών από τα οποία παράγεται το μαύρο χαβιάρι (Ouranis) |
    • τα ψαράδικα πλεούμενα δίνουν την πρώτη θέση στην ~ ανάμεσα σε όλα τα χωριά του νησιού (Varelas) |
    • απασχολούν τους εφήβους των υποχρεωτικά σαν είδος θητείας στο κολύμβι, ~, κυνήγι κλ (Katsigra) |
    • το Xάμερφεστ (sc στη Nορβηγία) είναι το κέντρο της μεγάλης αλιείας του καλοκαιριού (Athanasiadis-N)
  • ⓐ harvesting, fishery, gathering (in sea waters):
    • ~ κοραλιών μαργαριταριών, σφουγγαριού
  • ⓑ navy sweeping, of mines (syn περισυλλογή):
    • ~ ναρκών mine sweeping (syn L ναρκαλιεία b)
  • ② the profession and art of the fisherman (syn αλιευτική τέχνη, επάγγελμα του ψαρά, ψαρική)
  • ③ fig soliciting, fishing for (syn L άγρα, επιδίωξη):
    • ~ ψήφων, ~ ψηφοφόρων

[fr K, AG ἁλιεία; s. also αλειά]

[Λεξικό Κριαρά]
αλιενάρω.
  • Aπαλλοτριώνω, πουλώ:
    • να πουλήσει και να αλιενάρει την πετσιόν … του χωραφίου του (Bαρούχ. 4312).

[<ιταλ. alienare]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιεργάτης [alierγátis] ο, (L)
  • fishery worker

[cpd of αλι- of αλιεία & εργάτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλίευμα το [alíevma] Ο49 : (επίσ.) 1. το σύνολο των ψαριών ή των άλλων θαλάσσιων οργανισμών που έχουν αλιευτεί: Kάθε χρόνο εξάγονται χιλιάδες τόνοι αλιεύματα. 2. (λόγ.) αλίευση.

[λόγ. < ελνστ. ἁλίευμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλίευμα [alíevma] το, (L) fish.
  • catch (of fish):
    • θαλάσσια αλιεύματα |
    • αλιεύματα της λίμνης |
    • κατεψυγμένα αλιεύματα |
    • το νησί έχει άφθονα και ποικίλα αλιεύματα |
    • διανομή του αλιεύματος |
    • το συνηθισμένο ~ της πεζότρατας είναι η μαρίδα και η γόπα και κατά μικρότερο ποσοστό "καθαρά" ψάρια

[fr K ἁλίευμα, der of ἁλιεύω]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες