Παράλληλη αναζήτηση
| 143 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιγάτορας [aliγátoras] ο, (sp. also αλλιγάτορας)
- alligator
[fr kath αλλιγάτωρ ← Eng alligator ← Span el lagarto "the lizard"]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλίγδιαστος -η -ο [alíγδjastos] Ε5 : (οικ.) που δεν είναι λιγδιασμένος· αλίγδωτος.
[α- 1 λιγδιασ- (λιγδιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλίγδιαστος, -η, -ο [alíγ∂jastos]
- unsoiled w. grease, ungreased (syn αλίγδωτος, ant λιγδιασμένος, λιγδωμένος):
- η πετσέτα είναι αλίγδιαστη |
- αλίγδιαστο φόρεμα, αλίγδιαστο καπέλο, ~ γιακάς |
- γύρισε ~ από τη δουλειά στο μηχανοστάσιο
[cpd w. *λιγδιαστός: λιγδιάζω]
- unsoiled w. grease, ungreased (syn αλίγδωτος, ant λιγδιασμένος, λιγδωμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλίγδωτος -η -ο [alíγδotos] Ε5 : που δεν τον έχουν λιγδώσει, που δεν είναι λιγδωμένος.
[α- 1 λιγδώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλίγδωτος, -η, -ο [alíγ∂otos]
- ① unsoiled w. grease (syn αλίγδιαστος):
- αλίγδωτο φόρεμα |
- το κοστούμι του λιγδωμένο, μόνο η ράχη του σακκακιού έμεινε αλίγδωτη
- ② region. not having eaten fat:
- phr χόρευε, κοιλούλα μου, νηστική κι αλίγδωτη (Epirus)
- ⓐ region. lean (syn άπαχος, ισχνός):
- ~ άνθρωπος δε χορταίνει
[cpd w. *λιγδωτός: λιγδώνω]
- ① unsoiled w. grease (syn αλίγδιαστος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιγείς s. αληγείς.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλιγκιέρης [aliɟéris] ο, (sp. also Aλιγκέρης) pers-n
- Dante Alighieri.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιγόστευτος, -η, -ο [aliγósteftos]
- ① not diminished, undiminished (syn αμείωτος):
- αλιγόστευτη δουλεία |
- ~ μισθός |
- αλιγόστευτο νερό, αλιγόστευτα πλούτια |
- το λιμάνι κρατεί αλιγόστευτη τη σημασία του |
- οι Kινέζοι διατηρούν αλιγόστευτη την πατροπαράδοτή τους ευγένεια (Panagiotop) |
- το βουνό που εξουσιάζει τους ανθρώπους διατηρεί πάντα αλιγόστευτη την παντοκρατορία του (id.) |
- σα να ήταν χαμένος σε μιαν ερημιά, αποζητούσε το σπίτι, τους δικούς του, την αλιγόστευτη θλίψη τους (id.) |
- poem σα να 'ρχωνται απ' της τέχνης την πηγή |...| αλιγόστευτα, αμέτρητα, πάντα τα ίδια (Palam)
[cpd w. *λιγοστευτός: λιγοστεύω]
- ① not diminished, undiminished (syn αμείωτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιγούρευτος, -η, -ο [aliγúreftos]
- ① not hungered for, not craved:
- αλιγούρευτο φαΐ
- ⓐ fig not eagerly desired or desirable, not lusted after, uncoveted:
- κρύα κι αλιγούρευτη ομορφιά |
- είναι αλιγούρευτη γυναίκα
- ② act. not desiring eagerly
[cpd w. λιγουρευτός: λιγουρεύω]
- ① not hungered for, not craved:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλίγωτος, -η, -ο [alíγotos]
- not having desired to the point of swooning
- ⓐ not having swooned (ant λιγωμένος)
[cpd w. λιγωτός: λιγώνω]



