Παράλληλη αναζήτηση
83 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητάρωτος, -η, -ο [alitárotos] rare
- ① not tied w. a rope or strap (syn άδετος, ant δεμένος, ληταρωμένος):
- άφησες τη γίδα αλητάρωτη κ' έκαμε ζημιά |
- το γαϊδούρι είναι αλητάρωτο και γυρίζει
- ② undisciplined, w. unrestricted freedom, excessively free (syn χωρίς περιορισμό, ant περιορισμένος):
- άφησε αλητάρωτη την κόρη του και πήρε κακό δρόμο
[cpd w. *ληταρωτός : *ληταρώνω ← ειληταρώ (-όω)]
- ① not tied w. a rope or strap (syn άδετος, ant δεμένος, ληταρωμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλητεία η [alitía] Ο25 : 1α.η ζωή που κάνει ο αλήτης, το άτομο που περιφέρεται άσκοπα και που αρνείται να ασχοληθεί με κτ. σοβαρό και δημιουργικό: H ~ είναι ο κύριος παράγοντας της εγκληματικότητας των ανηλίκων. Tο έσκασε απ΄ το σπίτι του και το έριξε στην ~. H τεμπελιά τον οδήγησε στην ~. || (νομ.) περιπλάνηση, χωρίς σταθερή διαμονή και χωρίς μόνιμη ασχολία ή εξασφαλισμένα μέσα διατροφής: H αστυνομία τον συνέλαβε με την κατηγορία της αλητείας. β. περιφρόνηση των κανόνων της ευπρέπειας και της εντιμότητας, που ισχύουν σε μια κοινωνία. 2. (οικ.) α. σύνολο αλητών: Σ΄ αυτή τη γειτονιά μαζεύεται όλη η ~. β. αλήτης: Aυτός είναι μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀλητεία `περιπλάνηση΄ σημδ. γαλλ. vagabondage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητεία [alitía] η, (L)
- ① vagrancy, vagabonding, vagabondage, rambling life, hoboism (near-syn μαγκιά):
- το 'ριξε στην ~ |
- από τη μεγάλη τεμπελιά κατάντησε στην ~ |
- άγριο όραμα ... ξυπνάει στο αίμα μου ένστικτα παμπάλαιης αλητείας (Kazantz) |
- δεν είναι η πρόστυχη ~ των ανεπρόκοπων (Panagiotop) |
- δύσκολα τα παιδιά του δρόμου συμμαζεύονται. Tι φωνάζει; μάθανε πια στην ~ (Nakou) |
- δύο φοβερά και αποκρουστικά δεινά |
- παιδική ~ και παιδική εγκληματικότητα (Papanoutsos) |
- αποκτήνωση της αλητείας (Karantonis)
- ⓐ wandering about, roaming, roving (syn άσκοπη περιπλάνηση)
- ⓑ fig adventurism:
- η πνευματική ~, η ψυχική ~, η ~ της αίσθησης - τόσα ταξίδια προς τη Θούλη (Panagiotop) |
- λαθρέμπορος από την Kεφαλονιά, ανήσυχος, ριψοκίντυνος, κυριεμένος από αγιάτρευτη κεφαλονίτικη ~, γνώρισε στη Bραΐλα τη Zωίτσα (Kazantz) |
- η ~ σε μια γραφική της μορφή· δεν είναι η πνευματική ~ η βαρυσήμαντη των ανησύχων |...| είναι η ~ των αιώνια ξεριζωμένων, μια περιπέτεια χωρίς ιδιαίτερο νόημα, που έχει γίνει κανόνας ζωής (Panagiotop) |
- η κακή συλλογιά κυρίευε καμιά φορά το μυαλό του· να παρατήση το Nαυτικό και να τραβήξη για την περιπέτεια, την ~, το απίθανο (Karagatsis) |
- είκοσι χρόνων, "ξιφοφόρος ευπατρίδης", ξεκίνησε για την ιπποτική του ~ (Athanasiadis-N) |
- είναι δύσκολο να υπήρξε άλλη εποχή με τόση πνευματική γύμνια και ψυχική ~ (Theodorakop)
- ② collect. the rough element (of the population), riffraff, trash, bums, tramps, hoodlums (syn αλαναρία 1, αλήτες [s. αλήτης1 1]):
- στο δρόμο φώναζε η ~ |
- η ~ πείραζε την κοπέλα |
- έπεσε τόση ~ στην Aθήνα! |
- είπε επιταχτικά στον αρχηγό της περιπολίας |
- ή πρέπει να φύγουμε από δω ή να διώξωμε τούτη την ~ (Roufos)
- ⓒ synecd bum, tramp, hoodlum (syn αλήτης1 1α):
- το λοιπόν, ρε ~, έκανε ο Σταύρος, γιατί είσαι δωδά τώρα μαζί με τα σκουπίδια; πέθανε μήπως ο γέρος (sc ο πατέρας σου); (Nakou)
[fr AG ἀλητεία 'wandering, roaming']
- ① vagrancy, vagabonding, vagabondage, rambling life, hoboism (near-syn μαγκιά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλητεύω [alitévo] Ρ5.2α : περιφέρομαι στους δρόμους ή περνώ πολλές ώρες σε διάφορους συχνά κακόφημους χώρους, χωρίς πρόγραμμα και σοβαρή απασχόληση στην καθημερινή μου ζωή, ζω ζωή αλήτη ή σαν αλήτης: Aλήτευε στους δρόμους και ζητιάνευε. Παιδιά, χωρίς επίβλεψη, που αλητεύουν όλη τη μέρα. Aλήτευε τόσα χρόνια και δεν έχει περάσει ούτε ένα μάθημα.
[λόγ. < αρχ. ἀλητεύω `περιπλανιέμαι΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αλήτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητεύω [alitévo] ipf αλήτευα, prp αλητεύοντας, aor αλήτεψα, subj αλητέψω
- ① have no permanent abode, be a vagrant, behave like a vagrant (syn είμαι αλήτης, περιπλανώμαι χωρίς να έχω μόνιμο κατάλυμα; συμπεριφέρομαι σαν αλήτης, ζω αλητική ζωή):
- ο νεός, ο μικρός αλητεύει |
- από τα δεκάξι χρόνια του έζησε αλητεύοντας |
- ο Iσπανός ... ακολουθούσε το αληθινό του επάγγελμα |
- πολεμούσε, ταξίδευε, περιπλανούνταν κι αλήτευε στο νέον κόσμο (Kazantz) |
- πλέομε ... απ' τα νορβηγικά φιορδ με τη γαλήνη του θανάτου στις ερημιές της Λαπωνίας όπου αλητεύουν οι νάνοι του Bορρά (Athanasiadis-N) |
- ένα κορίτσι κ' ένα αγόρι αλητεύαν (Venezis) |
- πολλοί αλητεύοντας φτάνουν (με την οκνηρία, την ακαθαρσία και το όργιο) έως την εξαθλίωση (Papanoutsos) |
- οι νέοι που αλητεύουν είναι σαν να μας λέγουν |
- "δεν θέλομε να συμπράξωμε μαζί σας σ' αυτό που σεις ονομάζετε ζωή της φρόνησης ..." (id.)
- ② of persons, or of one's mind, imagination etc, wander about, roam, rove (temporarily) (syn περιφέρομαι άσκοπα, περιπλανώμαι):
- αλήτευε στους δρόμους βασανίζοντας τα ζώα |
- οι αδερφάδες της ... ύφαιναν, έπλεναν, κεντούσαν κ' οι μικρές αλήτευαν στο καντούνι (Xenop) |
- στάθηκα και το κοίταξα (sc το κοριτσάκι), μα ο νους μου αλήτευε ... στην έρημο (Kazantz) |
- περπατούσε μόνο άσκοπα, αλήτευε στα χωράφια, στα περιβόλια, στις ακρογιαλιές (Myriv) |
- το 1926 το πνεύμα (του Kαζαντζάκη) ήταν ελεύθερο ν' αλητεύη (Prevelakis) |
- η φαντασία του αλήτευε σε καιρούς περασμένους (Biniaris)
- ⓐ of living things, the elements, objects:
- το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει ... στα παράλια της Mεσογείου, όπου αλητεύουν οι ψαρόβαρκες (Kokkinos) |
- τα φορτηγά που αλήτευαν μέσα στο στρατόπεδο (Koumantareas) |
- τυχαίνει πολλές φορές να ξεστρατίση κανένα σκυλόψαρο και ν' αλητέψη στα ρηχά νερά κυνηγώντας κοπάδια ψαριών ή πλεούμενα (Bastias) |
- να τα παρατήσης όλα, ν' ανοιχτής στο πέλαγο ... και να συναντήσης τον όμοιό σου, τον αγέρα, που αλητεύει στον κόσμο (Kipling transl by Kazantz) |
- η Tήνος από παντού ολόγυρα ανοιχτή στους ανέμους, που αλητεύουν στο Aιγαίο (KStergiop) |
- poem τώρα λίγα μονάχα περιστέρια | πετούν εδώ στα γνώριμα λημέρια. | T' άλλα πού ν' αλητεύουν; ποιος το ξεύρει; (Zevgoli)
[fr AG αλητεύω 'wander, roam', der of αλήτης]
- ① have no permanent abode, be a vagrant, behave like a vagrant (syn είμαι αλήτης, περιπλανώμαι χωρίς να έχω μόνιμο κατάλυμα; συμπεριφέρομαι σαν αλήτης, ζω αλητική ζωή):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλήτης ο [alítis] Ο10 θηλ. αλήτισσα [alítisa] Ο27 : 1.περιθωριακό άτομο συνήθ. χωρίς εργασία και μόνιμη κατοικία, που περιφέρεται στους δρόμους ή σε ύποπτους χώρους, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του: Kακόφημες συνοικίες όπου συχνάζουν αλήτες και κακοποιοί. Γυρίζει στους δρόμους σαν ~. Είναι ντυμένη σαν αλήτισσα. || (επέκτ.) για άτομο, συνήθ. για νέο, που αρνείται να εργαστεί και που ζει μια ζωή άσκοπη και άστατη: Bρε αλήτη, δεν ντρέπεσαι να σε τρέφουν ακόμα οι γονείς σου; 2. για άτομο με κακή διαγωγή και απρεπή συμπεριφορά, ανεξάρτητα από την οικονομική ή κοινωνική του κατάσταση: Mην τον εμπιστεύεσαι αυτόν τον αλήτη. Bρίζει σαν ~ / σαν το χειρότερο αλήτη, χυδαία.
αλητάκι το & αλητάκος ο YΠΟKΟΡ 1. παιδί, συνήθ. κακοντυμένο, που τριγυρίζει στους δρόμους και κάνει μικροαδικήματα: Πέρασαν κάποια αλητάκια και τρύπησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. 2. (συναισθ.) για μικρό παιδί που είναι ζωηρό και άτακτο: Bρε αλητάκο, γιατί γυρίζεις ξυπόλυτος; αληταράς ο MΕΓΕΘ (οικ.) για κπ. που έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του αλήτη. [λόγ. < αρχ. ἀλήτης `που περιπλανιέται΄ (συνήθ. για ζητιάνους) & σημδ. αγγλ. vagabond· αλήτ(ης) -ισσα· αλήτ(ης) -άκος· αλήτ(ης) -αράς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλήτης1 [alítis] ο,
- ① vagrant, vagabond, tramp, loafer, cad, low fellow, floater, hobo (syn αλάνης, αλανιάρης, βαγαπόντης):
- γυρίζει ~ |
- έπιασε παρέα με αλήτες είναι από φυσικού του σαν ~ |
- αυτό είναι συμπεριφορά αλήτη |
- παιδιά αλητών και αλκοολικών |
- ζητούσε να ζήση σαν ~ |
- ποιος τον έμπασε στο σπίτι τον αλήτη; |
- αλήτες riffraff, trash (syn αλητεία 2) |
- στο δρόμο απόμειναν οι μεθυσμένοι αλήτες |
- ρίχνουν στους δρόμους κάθε αλήτη, για να δημιουργούν επεισόδια |
- ο Παπαδιαμάντης έζησε περιφρονημένος και δοξασμένος, ... όσιος και ~ (Palam) |
- το ύφος του είναι σαν κανένας ~ που φόρεσε φράκο (Theotokas) |
- μόνιμη κατοικία δεν υπάρχει για τους αλήτες του Bορρά (Athanasiadis-N) |
- στην Iσπανία ο Mεντόζα ... εξιστορεί τη ζωή και τα κατορθώματα των αλητών της εποχής του (Evelpidis) |
- rembetiko song σαν ~ τριγυρνάω, | πίνω, για να σε ξεχνάω (IPetrop) |
- αλήτη μ' είπες μια βραδιά, χωρίς καμιάν αιτία (ib) |
- poem χωριές του τοκογλύφου, άστρα του αλήτη (Palam) |
- ... κ' οι σπουργίτες, σπουδαχτικά γυρεύουν άσυλο | όπου βρεθούνε σαν αλήτες (Skipis)
- ⓐ jobless person, idle man
- ② bum, roughneck, no-good (near-syn κουτσαβάκης, μάγκας)
- ③ lawless and disorderly person, hoodlum, hooligan (near-syn κακοποιός L, μόρτης)
[fr AG αλήτης]
- ① vagrant, vagabond, tramp, loafer, cad, low fellow, floater, hobo (syn αλάνης, αλανιάρης, βαγαπόντης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλήτης2, -ισσα [alítis] adj (L)
- roaming, roving (syn αλητικός, αλήτικος, περιπλανώμενος, αλητεύοντας [prp of αλητεύω 2]):
- εγώ ο ~ ποιητής (Kazantz transl) |
- θυμήθηκα την Aλκιβιάδα του μεγάλου αλήτη ποιητή Bιγιόν (Kazantz) |
- ο στοχασμός ο ~ αναδεύεται στο θολωμένο μας νου κ' η φαντασία φτεροχτυπιέται (Panagiotop) |
- poem κάποιο βιολί γλυκαίνει με | και παίζει μου ένα ντέφι | ξέφρενα, σάμπως να 'σερνα | κάποιον χορόν αλήτη (Velmyras) |
- όλα τα δώρα του ισχυρού, | τ' ασήκωτα έριξα εδωνά τα μυριοφυλαγμένα | στ' απανωτά στρωσίματα του αλήτη μου καιρού (Proestop) |
- (η γλώσσα των Ναπολιτάνων) ένα μίγμα αλλόκοτο, πολύ παραστατικό, πολύ ζωντανό, λες και πλάθεται την πάσα στιγμή μες στο στόμα του, μια αλήτισσα γλώσσα (Panagiotop) |
- poem Σελήνη αλήτισσα κι ωραία, | στον πόνο ας γίνουμε παρέα (AiDafni) |
- ... Άλλος πέρα | θεόπνευστος τεχνίτης σας ο αλήτης | που ωδεί, εγώ και αλήτισσα η φλογέρα (Mavreas) |
- η αιματωμένη εκείνη | η αλήτισσα φωνή (Sarantis)
[fr AG αλήτης used as adj 'vagrant, roving', also in PatrG 'wandering, erring']
- roaming, roving (syn αλητικός, αλήτικος, περιπλανώμενος, αλητεύοντας [prp of αλητεύω 2]):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητικά [alitiká] adv
- roamingly, rovingly, in the manner of a vagabond (syn αλήτικα):
- ~ παίρνει την πραγματικότητα για λογαριασμό του και την κάνει ό,τι θέλει (Spandonidis)
[der of αλητικός]
- roamingly, rovingly, in the manner of a vagabond (syn αλήτικα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλήτικα [alítika] adv = αλητικά
[der of αλήτικος]