Παράλληλη αναζήτηση
| 29 εγγραφές [21 - 29] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεπουδάκι [alepu∂áci] το,
- fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- folkt ήρθαν και τ' αλεπουδάκια της κ' έκατσαν και κείνα κοντά της (Megas) |
- prov η αλεπού εκατό χρονώ, τ' αλεπουδάκια εκατό δέκα (s. αλεπόπουλο)
[der of αλεπούδι]
- fox cub (syn in αλεπόπουλο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεπουδήσιος, -α, -ο [alepu∂ísjos]
- fox-like, foxy, vulpine:
- η αλεπουδήσια η μούρη του, η ματιά του δεν κατακαθόταν (Venezis) |
- ακούμπησε τ' αλεπουδήσια μάτια του πάνω στον ωκεανό (id.) |
- (η έκφραση των ματιών) είχε κάτι το κρυερό, κάτι το μουλωχτό, τ' αλεπουδήσιο (Levantas) |
- poem τις δολερές | αλεπουδήσιες παλιές πονηριές | να τις αφήσουμε τώρα για πάντα (Stavrou Ar)
[der of αλεπού, pl αλεπούδες w. suff -ήσιος]
- fox-like, foxy, vulpine:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεπούδι [alepú∂i] το, (& αλουπούδι) region.
- fox cub (syn in αλεπόπουλο)
[der of αλεπού]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεπουδιά [alepu∂já] η, region.
- slyness, cunningness (syn πανουργία, πονηρία):
- ν' αφήσης τις αλεπουδιές
[der of αλεπού, fr stem of pl αλεπούδ-ες, w. suff -ιά]
- slyness, cunningness (syn πανουργία, πονηρία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλεπουδίσιος -α -ο [alepuδísxos] Ε4 : που ανήκει στην αλεπού ή που τη χαρακτηρίζει: Aλεπουδίσια ουρά. Aλεπουδίσια πονηριά / μάτια, σαν της αλεπούς.
[αλεπουδ- (αλεπού) -ίσιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεπουδίτσα [alepu∂ítsa] η,
- little fox, fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- poem πασπατευτά μια ρούσα πρόβαλε στα θάμνα ~ (Kazantz Od 20.686)
[der of αλεπού, fr stem of pl αλεπούδ-ες, w. suff -ίτσα]
- little fox, fox cub (syn in αλεπόπουλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλεπούτσα η· αλουπούτσα· αλωπούτσα.
-
- Aλεπού:
- (Διήγ. παιδ. 429).
[πιθ. <ουσ. *αλεπίτσα (ΙΛ, ιδιωμ. τ. αλου‑, αλω‑, κ.ά.) με επίδρ. της λ. αλεπού (Georgacas 1982: 362)]
- Aλεπού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλεποφωλιά η [alepofolá] Ο24 : η φωλιά της αλεπούς.
[αλεπ(ού) -ο- + φωλιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεποφωλιά [alepofoljá] η, (& region. αλουποφωλιά)
- fox's hole, fox's burrow (syn αλουπότρυπα)
[cpd of αλεπού & φωλιά]



