Παράλληλη αναζήτηση
| 503 εγγραφές [491 - 500] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρωτηριάζω.
-
- Aκρωτηριάζω:
- (Kορων., Mπούας 48).
[αρχ. ακρωτηριάζω. H λ. και σήμ.]
- Aκρωτηριάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρωτηριάζω [akrοtiriázo] ipf ακρωτηριάζα, aor ακρωτηρίασα, pass ακρωτηριάζομαι, subj ακρωτηριαστώ, ppp ακρωτηριασμένος
- ① mutilate, maim, mayhem:
- ακρωτηρίασαν το σώμα του σκοτωμένου |
- (αυτοκίνητα) ακρωτηριάζουν τους ανύποπτους πεζούς (Melas) |
- τον εξευτέλισε, τον ακρωτηρίασε, τον κρέμασε και πεθαμένο τον έγδαρε (Panagiotop) |
- προτείνει (ο Γεμιστός) να χρησιμοποιούνται οι κατάδικοι σε διάφορα έργα αντί να ακρωτηριάζωνται (Vacalop) |
- πολλές φορές τα έργα αφανίζονται ή ακρωτηριάζονται δεινά (Panagiotop) |
- έπεφταν επάνω στα αγάλματα με πελέκια κλ και τα αποτύφλωναν και τους ακρωτηρίαζαν τα γεννητικά όργανα (Floros)
- ⓐ surg amputate a limb (from):
- οι γιατροί ακρωτηρίασαν το σώμα του |
- τραυματίες και κρυοπαγημένοι τραβάγανε για τα ορεινά χειρουργεία ν' ακρωτηριαστούν (Terzakis)
- ② diminish, reduce (the volume, the extent, the state of), to disadvantage:
- η συνθήκη ακρωτηρίασε την εχθρική χώρα |
- δεν έχουμε δικαίωμα να δειχνόμαστε τόσο πρόθυμοι ν' ακρωτηριάσωμε την Kύπρο για χατίρι του NATO (to divide Cyprus into two) (Christidis) |
- το λαχάνιασμα που ακρωτηριάζει το χρόνο, που φθείρει τα πάντα (Panagiotop) |
- πνευματικές λειτουργίες καθώς η μνήμη πολυτιμότατες καταρρέουν ή ακρωτηριάζονται (fade) μπροστά στο προσφερόμενο μνημονικό υλικό (id.) |
- οι εκλογές ακρωτηρίασαν τη βενιζελική παμψηφία (Roussos)
- ⓑ fig eviscerate, emasculate, weaken (syn αδυνατίζω, εξασθενίζω, ευνουχίζω):
- η κυβέρνηση ακρωτηρίασε το πρόγραμμα |
- ο νόμος ακρωτηριάστηκε |
- έμπασε άλλη μια φορά τη θεότητα ... που είχε ακρωτηριάσει η ελληνική φιλοσοφία (Panagiotop)
- ⓒ deform, mangle (syn πραμορφώνω, παραποιώ):
- ο εκδότης θέλει ν' ακρωτηριάση το έργο
[fr LMG ακρωτηριάζω ← K]
- ① mutilate, maim, mayhem:
[Λεξικό Κριαρά]
- Ακρωτηριανός ο.
-
- O κάτοικος της περιοχής του Aκρωτηρίου Χανίων:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1586).
- Tο θηλ. ως ουσ.= ονομασία μονής της Παναγίας στη Σητεία (μονή Τοπλού):
- (αυτ. 25217).
[<τοπων. Aκρωτήρι + κατάλ. ‑ιανός]
- O κάτοικος της περιοχής του Aκρωτηρίου Χανίων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρωτηρίαση η [akrotiríasi] Ο33 : ακρωτηριασμός.
[λόγ. < αρχ. ἀκρωτηρία(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρωτηρίαση [akrοtiríasi] η,
- amputation (syn ακρωτηριασμός 1b)
[fr MG ακρωτηρίασις (gloss.), der of ακρωτηριάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρωτηριασμένος, -η, -ο [akrοtiriazménos]
- ① mutilated, maimed, mangled (near-syn κολοβωμένος, πετσοκομμένος, σακατεμένος):
- ακρωτηριασμένα κορμιά |
- πτώμα φρικτά ακρωτηριασμένο a body frightfully mangled |
- γύρισε από το μέτωπο ~ χωρίς δάχτυλα στο δεξί χέρι |
- ο Λουκάς κοίταζε την ακρωτηριασμένη παλάμη του χαμογελώντας ήρεμα (Terzakis)
- ⓐ mutilated, amputated, of art objects:
- ακρωτηριασμένα αγάλματα |
- ακέφαλο και ακρωτηριασμένο αγαλμάτιο |
- τμήμα μιας δεύτερης πτυχής με ακρωτηριασμένη ράχη (Despinis) |
- σώζεται από την αρχική σύνθεση μονάχα η καθιστή δέσποινα και αυτή ακρωτηριασμένη (Bakalakis) |
- υπάρχουν κεφάλια από προτομές ή αγάλματα με ακρωτηριασμένη τη μύτη (Floros) |
- poem σε λίγο θα 'χη νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζη ακόμη ένα | αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα (Seferis)
- ② cut off, mutilated, fragmentary (syn αποσπασματικός, κολοβωμένος, κουτσουρεμένος, λειψός):
- τ' ακριτικά τραγούδια - κι αυτά συχνά ακρωτηριασμένα |
- ακρωτηριασμένες επιγραφές |
- το αρχαίο έργο ... αθεράπευτα ακρωτηριασμένο από τ' άλλα εκφραστικά του μέσα |
- μουσική, χορογραφία (Terzakis) |
- το ακρωτηριασμένο και ατελείωτο και αποσπασματικό έργο (sc του Σολωμού) (Melas) |
- λοξό φεγγάρι φωτίζει απάνου σε ακρωτηριασμένο βράχο τον άνθρωπο που στοχάζεται (Panagiotop) |
- poem μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες (Kavafis)
[ppp of ακρωτηριάζω, q.v.]
- ① mutilated, maimed, mangled (near-syn κολοβωμένος, πετσοκομμένος, σακατεμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρωτηριασμός ο [akrotiriazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακρωτηριάζω. α. το κόψιμο και η αφαίρεση των άκρων: Οι ακρωτηριασμοί είναι από τα σοβαρότερα εργατικά ατυχήματα. H ποινή του ακρωτηριασμού συνηθιζόταν το Mεσαίωνα. β. αφαίρεση τμήματος: Mυστικές συμφωνίες προβλέπανε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας. || ασύμφορη και επιζήμια περικοπή, αφαίρεση: Θεωρούσε ανεπίτρεπτο ακρωτηριασμό του κειμένου ακόμα και την πιο ασήμαντη παράλειψη.
[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρωτηριασμός [akrοtiriazmós] ο,
- ① cutting off of limbs or of edges of things, mutilating, mutilation, mangling, mayhem (syn κολόβωση, κουτσούρεμα, σακάτεμα):
- πέθανε εξόριστος ύστερα από βασανιστήρια και ακρωτηριασμούς (Tatakis) |
- καταδικάζει τους ακρωτηριασμούς ως βάρβαρο και ανάξιο για Έλληνες πράγμα (id.) |
- αντιπαρέρχεται γοργά ... τις σκηνές των πληγών, των ακρωτηριασμών και των θανατώσεων (Sachinis)
- ⓐ surg amputation (syn ακρωτηρίαση)
- ② disadvantageous reduction, excessive and damaging diminution (syn υπερβολική περικοπή, ασύμφορη και επιζήμια σμίκρυνση):
- ο ~ της παιδείας είναι ολέθριος |
- γινόταν λόγος για ακρωτηριασμό της ελληνικής Mακεδονίας |
- η ένωση (της Kύπρου με την Eλλάδα) με ακρωτηριασμό της νήσου είναι κάκιστη λύση στην πραγματικότητα (Christidis) |
- η πρωτεύουσα (της βρεταννικής αυτοκρατορίας) δεν είχε υποστή κανένα ακρωτηριασμό (Chatzinis)
- ⓑ of works, books etc:
- ~ του έργου bad shortening of the work |
- η νέα έκδοση του βιβλίου είναι ~ της προηγούμενης έκδοσης |
- το έργο ειν' ευγενικό και είναι σεμνό ... όχι ακρωτηριασμούς και κολοβώματα υπομένοντας (Palam) |
- (ο Eυρωπαίος) έχει ρομαντικά στοιχεία μέσα του ... που μόνο με αφύσικους ακρωτηριασμούς μπορεί να τ' αποβάλη (Kanellop)
- ③ fig lessening, damage, emasculation:
- ~ της παιδείας |
- πώς έγινε αυτός ο ~ (sc της ψυχής), αυτή η αυτοκαταδίκη; (Theotokas) |
- με τον ακρωτηριασμόν της συνείδησης αναστέλλονται η αναφορικότητά της και η νοητική επεξεργασία των αισθητηριακών δεδομένων (Papanoutsos)
[fr K, PatrG ἀκρωτηριασμός, der of ἀκρωτηριάζω]
- ① cutting off of limbs or of edges of things, mutilating, mutilation, mangling, mayhem (syn κολόβωση, κουτσούρεμα, σακάτεμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρωτηριαστής [akrοtiriastís] ο,
- mutilator, amputator
[der of ακρωτηριάζω w. suff -τής]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρωτήριν το· ακριωτήρι· ακρωτήρι.
-
- Ακρωτήριο:
- Eυρίσκονται αμφότερα τα κάστρη εις ακρωτήριν του γιαλού (Xρον. Mορ. H 2842).
- Ο τ. ακριωτήρι ως τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25511).
[αρχ. ουσ. ακρωτήριον. Ο τ. ‑ι, καθώς και τ. ‑ιο, και σήμ.]
- Ακρωτήριο:



