Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΝΕ
1.056 εγγραφές [891 - 900]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανερυθρίαστα [aneriθríasta] adv (L)
  • unblushingly, impudently, shamelessly, brazenly (syn αδιάντροπα, ξετσίπωτα, L αναιδώς, L αναίσχυντα, ant ντροπαλά):
    • μας διαβεβαιώνουν ~ |
    • ~ αγνόησε το γεγονός he unblushingly ignored the fact |
    • ο X. είπε σοβαρά και ~ ότι οι Έλληνες της Kων/πόλεως έφυγαν οικειοθελώς |
    • τα σφάλματα που προκάλεσαν τις στάσεις επαναλαμβάνονται ~ (Petsalis) |
    • poem και πράττουμε τα φαύλα, ~ πλέον (Papatsonis)

[der of ανερυθρίαστος; cf kath ανερυθριάστως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανερυθρίαστος -η -ο [aneriθríastos] Ε5 : (λόγ.) που δεν κοκκινίζει από ντροπή· αναίσχυντος, αδιάντροπος: Άκουγε ~ την αποκάλυψη των ψευδών του. ανερυθρίαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνερυθρίαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερυθρίαστος, -η, -ο [aneriθríastos] (L) fig
  • unblushing, impudent, barefaced, brazen, shameless (syn αδιάντροπος, ξετσίπωτος, L αναιδής, L αναίσχυντος, ant ντροπαλός):
    • ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ~ |
    • με την ανερυθρίαστη επιτηδειότητά του έφτασε σε υψηλά αξιώματα (Papanoutsos) |
    • ο κομμουνισμός μετουσιωμένος σήμερα εξυπηρετεί τον πλέον ανερυθρίαστο ερυθρό ιμπεριαλισμό (Tsatsos)

[fr K ἀνερυθρίαστος, cpd of pref ἀν- & *ἐρυθριαστός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέρχομαι [anérxome] Ρ αόρ. ανήλθα, απαρέμφ. ανέλθει : 1.(λόγ.) ανεβαίνω. ANT κατέρχομαι: Οι τιμές των προϊόντων ανέρχονται ταχύτατα. H θερμοκρασία θα ανέλθει σταδιακά. H στάθμη των νερών του ποταμού έχει ανέλθει επικίνδυνα. Ο ομιλητής ανήλθε στο βήμα. Aνήλθε γρήγορα τις βαθμίδες της ιεραρχίας. || (έκφρ.) ~ στο θρόνο*. 2. (για χρηματικό ποσό) φτάνω σε κάποιο ύψος: Tα έσοδα / τα έξοδα / τα κέρδη / τα ελλείμματα ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. H αμοιβή του ανήλθε στο ποσό των δύο εκατομμυρίων. 3. (μπε.) που η παρουσία σε κπ. τομέα παρουσιάζει συνεχή εξέλιξη: Aνερχόμενος πολιτικός. Δύναμη ανερχόμενη στρατιωτικά.

[λόγ. < αρχ. ἀνέρχομαι (2: σημδ. γαλλ. s΄élever)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέρχομαι.
  • 1) Aνεβαίνω σ’ ένα αξίωμα:
    • ανήλθεν δε εις τον πατριαρχικόν θρόνον (Έκθ. χρον. 287).
  • 2) Παρουσιάζομαι στις αρχές:
    • (Aσσίζ. 1384).
  • 3) (Προκ. για φάρμακο) εισχωρώ (μέσα στον οργανισμό):
    • (Oρνεοσ. αγρ. 57212).
  • 4) (Mεταφ.) ανατρέχω:
    • (Eλλην. νόμ. 56520).

[αρχ. ανέρχομαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέρχομαι [anérxome] ipf ανερχόμουν, prp ανερχόμενος, aor ανήλθα (subj ανέλθω) (L)
  • ① go up, ascend (syn ανεβαίνω, ant κατέρχομαι):
    • οι ορειβάτες ανέρχονται συχνά στις κορυφές των βουνών |
    • σε λίγη ώρα θ' ανέλθει στο βήμα |
    • οι θεατές απ' το διάδρομο ανέρχονται στο πρώτο και στο δεύτερο τμήμα του θεάτρου (Dakaris) |
    • poem .. όπως οι δίκαιοι ανέρχονται για να κριθούν ενώπιον του Kυρίου (Vacalop) |
    • phr ~ στο θρόνο, στο αξίωμα
  • ⓐ go up, rise:
    • ανέρχεται ο ανελκυστήρας, το βαρόμετρο, η θερμοκρασία, η παλίρροια, ο ήλιος στον ορίζοντα the sun is rising on the horizon
  • ② rise, improve (syn προοδεύω):
    • ο ποιητής διαρκώς μεστώνει, διαρκώς ανέρχεται (Peranthis) |
    • όσο περισσότερο ανακαλύπτει ο καθένας τον πνευματικό του εαυτό τόσο περισσότερο προχωρεί και ανέρχεται (Tatakis) |
    • οι αφανείς άλλοτε κοινωνικά οικογένειες συνεχώς ανέρχονται (Vacalop)
  • ③ amount to, come to, add up to (of numbers):
    • ο πληθυσμός της Eλλάδας ανέρχεται σε δέκα εκατομμύρια περίπου |
    • η συναλλαγή ανέρχεται σε εκατομμύρια δραχμές the transaction figures out at millions |
    • το ενεργητικό ανέρχεται συνολικώς σε τρία εκατομμύρια the assets add up to three million |
    • τα έγγραφα ανέρχονται γύρω στα πενήντα (Tsirpanlis)

[fr MG ανέρχομαι ← AG, K, cpd of pref ἀν(α)- & ἔρχομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερχόμενος1 [anerxómenos] ο, (L)
  • person ascending:
    • το χωριό είναι ο πρώτος σταθμός για τους ανερχόμενους στο Kαρπενήσι (Varelas)

[substantiv. m of ανερχόμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερχόμενος2, -η, -ο [anerxómenos] (L)
  • ① going up, ascending (syn ανεβαίνοντας, ant κατερχόμενος L, κατεβαίνοντας):
    • ανερχόμενοι στα βουνά οι ορειβάτες αντιμετωπίζουν πολλούς κινδύνους |
    • κάποιος ~ τις σκάλες έκανε θόρυβο |
    • από τις ανερχόμενες λάβες έφραξε ο πόρος του ηφαιστείου (Varelas)
  • ② rising, advancing, improving (syn L προοδεύων):
    • ανερχόμενη παραγωγικότης rising productivity |
    • η ανερχόμενη αστική τάξη ζητούσε τη νόμιμη θέση της στη διοίκηση της χώρας (Chourmouzios) |
    • ο Nουμάς ήταν το περιοδικό μάχης του ανερχόμενου δημοτικισμού (Chatzinis) |
    • ο ουμανισμός κινδύνευε να εξαφανιστεί μέσα στο θόρυβο της ανερχόμενης μηχανής (id.)

[prp of ανέρχομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερώτευτος, -η, -ο [aneróteftos] (L)
  • unloved or unlovable, loveless (syn L ανέραστος, ant ερωτευμένος):
    • ανερώτευτη γυναίκα, ζωή |
    • έμεινε ~ μέχρι τα είκοσι χρόνια του |
    • γυρίζανε οι νέοι μετά το θέατρο στα σπίτια τους και στριφογυρίζανε στο ανερώτευτο κρεβάτι τους ως τα ξημερώματα (Petsalis)

[cpd of pref αν- & *ερωτευτός (: ερωτεύομαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερώτημα s. αναρώτημα.
< Προηγούμενο   1... 88 89 [90] 91 92 ...106   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες