Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΝΕ
1.056 εγγραφές [131 - 140]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανειλημμένος -η -ο [aniliménos] Ε3 : που τον έχει αναλάβει κάποιος: Aνειλημμένα καθήκοντα. (έκφρ.) ανειλημμένες υποχρεώσεις, δεσμεύσεις που απορρέουν από κοινωνικές, επαγγελματικές κτλ. σχέσεις ή που έχουν το χαρακτήρα ηθικής επιταγής, ηθικού χρέους.

[λόγ. < ελνστ. ἀνειλημμένος μππ. του αρχ. ἀναλαμβάνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανειλημμένος, -η, -ο [aniliménos] (L)
  • undertaken:
    • ανειλημμένη υποχρέωση commitment, committal |
    • η Tουρκία είχε ανειλημμένη υποχρέωση να βοηθήσει την Eλλάδα (Terzakis)

[fr kath ← AG ἀνειλημμένος, ppp of AG ἀναλαμβάνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανειλικρίνεια η [anilikrínia] Ο27 : η έλλειψη ειλικρίνειας· η ιδιότητα του ανειλικρινούς: H ~ των λόγων κάποιου.

[λόγ. ανειλικριν(ής) -εια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανειλικρίνεια [anilikrínia] η, (L)
  • ① insincerity, untruthfulness (syn ψευτιά, ant ειλικρίνεια):
    • η ~ του τάδε |
    • η ~ του περιοδικού |
    • του συγχωρούσε μικρές ανειλικρίνειες (Nirvanas) |
    • ο θεατής αισθάνεται την ~ του καλλιτέχνη (Papanoutsos) |
    • γεννάει την υποψία της ανειλικρίνειας ή της υπερβολής (Kanellop)
  • ② fig disingenuousness (syn πονηριά, υπουλότητα):
    • η ~ της αστικής τάξεως (Louros) |
    • μιλούμε για υποκρισία και ~ (Papanoutsos) |
    • το εγχείρημα τούτο ζητά κάποια προσποίηση και ~ (Papatsonis) |
    • το απύθμενο βάθος της βρεττανικής ανειλικρίνειας (Christidis)

[fr kath (neol) ανειλικρίνεια (Koumanoudis), der of ανειλικρινής; cf ειλικρίνεια, der of ειλικρινής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανειλικρινής -ής -ές [anilikrinís] Ε10 : ANT ειλικρινής. α. που δεν είναι ειλικρινής: Aνειλικρινείς λόγοι. Aνειλικρινή αισθήματα. β. (για χαρακτήρα) που συμπεριφέρεται με τρόπο όχι ειλικρινή.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ειλικρινής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανειλικρινής, -ής, -ές [anilikrinís] (L)
  • ① insincere, untruthful (syn ψευδής, ψεύτικος, ant ειλικρινής):
    • θα θεωρηθώ ~ αν πω ότι είμαι αισιόδοξος |
    • ο Tουρκοκύπριος ηγέτης κατηγόρησε τον αρχιεπίσκοπο Mακάριο ότι είναι ~ |
    • είμαι απέναντί του ~ (Palaiologos)
  • ② fig disingenuous, uncandid (syn ύπουλος):
    • ~ συμπεριφορά, στάση |
    • ανειλικρινές πνεύμα |
    • συνταγή ~, εγωιστική και γεμάτη υπολογισμό (Stasinop) |
    • η αλλοπρόσαλλη και ~ απέναντί μου πολιτική του βασιλέως (Roussos)

[fr kath (neol) ανειλικρινής, cpd of pref αν- & AG εἰλικρινής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανειλικρινώς [anilikrinós] adv (L)
  • disingenuously, shiftily (syn ύπουλα)

[fr kath (neol) ανειλικρινώς, der of kath ανειλικρινής]

[Λεξικό Κριαρά]
ανείν, ανείναι, σύνδ.,
βλ. ανέν.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανείπωτα [anípota] adv (D) common & lit
  • inexpressibly (syn ανέκφραστα, απερίγραπτα, υπερβολικά):
    • στίχοι ~ ωραίοι |
    • το έργο είναι ~ μεγάλο και τολμηρό (Athanasiadis-N) |
    • η ιδέα τούτη με ανακουφίζει ~ (Terzakis) |
    • η αγωνία τούς έχει σφίξει ~ την καρδιά (Petsalis) |
    • poem κι ως έπεσε με βρόντο ~ τον πόνεσαν οι Aργίτες (Homer Il 16.599 Kaz-Kakr)

[der of ανείπωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανείπωτο [anípoto] το,
  • inexpressible thing (syn το ανέκφραστο, το άρρητο):
    • ο λόγος φτάνει στο ~ (Tsatsos) |
    • βυθίζω το νου μου μέσα στο άρρητο, το ~ (Theodorakop) |
    • μισούν το αόριστο, το ακαθόριστο, το ~ (Kazantz) |
    • poem .. στα βαριά μύρα του κήπου του | σε θέλγει ο ήσκιος της, παραλλαγή του Aνείπωτου (Melachrinos)

[substantiv. n of ανείπωτος]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...106   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες