Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΝΕ
1.056 εγγραφές [871 - 880]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανερευνώ [anerevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) ερευνώ με προσοχή και επιμέλεια, ψάχνω προσεκτικά.

[λόγ. < αρχ. ἀνερευνῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ανερευνώ.
  • 1) Ψάχνω να βρω, αναζητώ κάπ.:
    • (Διγ. Z 405).
  • 2) Zητώ, επιζητώ, απαιτώ:
    • (Δούκ. 29121).

[αρχ. ανερευνάω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερευνώ [anerevnó] ipf ανερευνούσα, aor ανερεύνησα (subj ανερευνήσω), ppp ανερευνημένος (L)
  • inquire into, go through, examine, explore, investigate (syn διερευνώ,:
    • η γνωσιολογία ανερευνά τη διαδικασία της γνώσης |
    • η ομιλία ανερευνούσε το θέμα της εξομολογητικής λογοτεχνίας (Panagiotop) |
    • ο ελληνικός στοχασμός δεν υποτασσόταν σε στοιχεία, που δεν τα είχε απομόνος του ανερευνήσει (id.) |
    • ο Γρηγόριος προσπαθεί να ανερευνήσει τις βουλές της θείας πρόνοιας (Tatakis)

[fr AG ἀνερευνῶ (-άω), cpd of pref ἀν(α)- & MG ← AG ἐρευνῶ (-άω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεριά [anerjá] η, region.
  • lack of rain, dryness, drought (syn αβροχιά, L ανομβρία,:
    • prov στην ~ καλό 'ναι και το χαλάζι

[der of άνερος w. suff -ιά; cf syn αβροχιά, AG ἀβροχία (: ἄνυδρος)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανερίφνητος, επίθ.,
βλ. αναρίθμητος.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανερματισμός [anermatizmós] ο, (L)
  • vacillation, wavering, hesitation:
    • η ελευθερία μπορεί να ρίξει τον άνθρωπο στον διανοητικό ανερματισμό και στην ηθική αναρχία (Papanoutsos) |
    • προσπαθώ ν' ανακαλύψω την ιδεολογική δικαίωση του ηθικού ανερματισμού μου (Chourmouziadis)

[der of ανερμάτιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερμάτιστα [anermátista] adv (L)
  • unsteadily, waveringly, w. hesitation (syn άστατα,:
    • δεν μπορούμε πια να στριφογυρίζουμε ~ γύρω σ' αυτό το θρησκευτικό θέμα (Theotokas) |
    • το τσούρμο ακολούθησε καλπάζοντας ξοπίσω του ~ (KValetas) |
    • κινείται τυχαία και ~ (Tsatsos)

[der of ανερμάτιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερμάτιστο [anermátisto] το, (L)
  • vacillation, wavering, hesitation (syn αστήρικτο, άστατο):
    • από τα συστατικά του σνομπισμού το κυριότερο είναι το ~ (Terzakis)

[substantiv. n of ανερμάτιστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανερμάτιστος -η -ο [anermátistos] Ε5 : (λόγ.) 1. (για πλοίο) που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Aνερμάτιστο καράβι. 2. (μτφ.) α. που είναι ασταθής και ευμετάβολος: α1. από έλλειψη γνώσης ή παιδείας. α2. από ιδιοσυγκρασία· άστατος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. β. (ιδ. για επιστήμονες) που έχει ελλιπή μόρφωση· ακατάρτιστος: ~ φιλόλογος / ψυχολόγος. ανερμάτιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνερμάτιστος· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερμάτιστος, -η, -ο [anermátistos] (L)
  • ① without ballast, unballasted (syn ασαβούρωτος):
    • ανερμάτιστο πλοίο unballasted boat
  • ② fig unsteady, wavering, vacillating, hesitating (syn ασταθής, αστήρικτος, ταλαντευόμενος):
    • η πολιτική εξουσία άβουλη, ανερμάτιστη, διαλυμένη σχεδόν (Theotokas) |
    • δεν είναι ο προβληματισμός ενέργεια ασύδοτη και ανερμάτιστη (Panagiotop) |
    • ο σκεπτικισμός άφησε τη συνείδηση αδέσμευτη μεν, αλλά ανερμάτιστη και απροσανατόλιστη (Tsatsos) |
    • μιλάει με το πνεύμα ενός επιστημονισμού ρηχού και κριτικά ανερμάτιστου (Papanoutsos)
  • ⓐ lacking elementary learning, untrained, unskilled (syn αμαθής):
    • ~ γιατρός, καθηγητής |
    • ~ ή τουλάχιστον ημιμαθής πίστεψα πως η ψυχή είναι θνητή (Xenop)
  • ⓑ unstable, unsteady, fickle (syn άστατος, αλλοπρόσαλλος):
    • οι μεταπολεμικές μέρες βγάζουν σ' ένα καινούργιο μα ανερμάτιστο κόσμο (MGeorgiou) |
    • πλανιέμαι ~ και χωρίς προσανατολισμό (Sachinis)

[fr K, AG ἀνερμάτιστος, cpd of pref ἀν- & *ἑρματιστός (: ἑρματίζω)]

< Προηγούμενο   1... 86 87 [88] 89 90 ...106   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες