Παράλληλη αναζήτηση
| 1.056 εγγραφές [851 - 860] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπρόφταγος s. απρόφταστος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπτυγμένος s. αναπτυγμένος.
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεράιδα η,
- βλ. νεράιδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεράιδα s. νεράιδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεράιδος s. νεράιδος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέραστος -η -ο [anérastos] Ε5 : που δεν έχει γνωρίσει, που δεν έχει εμπνεύσει τον έρωτα: Aνέραστη γυναίκα.
ανέραστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνέραστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέραστος, -η, -ο [anérastos] (L)
- ① loveless, unloved, unlovable, unlovely (ant ερωτευμένος):
- ανέραστη ζωή |
- την αγάπησα μ' όλη τη δύναμη των εικοσιδυό μου χρόνων, με όλο τον ερωτισμό της ανέραστης ως τότε ψυχής μου (Karagatsis) |
- ο Oρλάνδος, ο ~ στο γαλλικό έπος Pολάνδος, ερωτεύεται (Kanellop) |
- έπρεπε να υπνωτίσω μια δύστυχη, άσχημη κι ανέραστη δακτυλογράφο, να την κάνω όμορφη, ερωτόθυμη και επιθυμητή (Melas) |
- μας δίνει το διήγημα τον τύπο της ανέραστης ελληνικής νεολαίας, της λιμασμένης, που της λείπουν όλα αφού της λείπει ο έρωτας (TAthanasiadis) |
- poem πίσω απ' το τζάμι, σαν σκιά κι εγώ των μαραμένων | της επαρχίας ανέραστων παρθένων (Petimezas-L)
- ② loveless, unloving, cruel (near-syn σκληρός, άκαρδος):
- οι γνώμες αυτές .. προέρχονται από στεγνούς κι ανέραστους ανθρώπους (Papatsonis) |
- ανέραστο στεκόταν το βυζαντινό πνεύμα την ώρα που στην Iταλία ο έρωτας είχε γίνει η πηγή μεγάλης ποιητικής δημιουργίας (Kanellop)
[fr MG ← LK ἀνέραστος, cpd of pref ἀν- & ἐραστός (: ἐρῶ)]
- ① loveless, unloved, unlovable, unlovely (ant ερωτευμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνεργα [ánerγa] adv (L)
- without work or occupation, idly:
- να συμμαχήσει με τον Kύριο των δυνάμεων, να μη καθίσει παθητικά και ~ (Kazantz) |
- να σκοτώσουν τους τρεις πρωτάρχους κυνηγάτορους και να τους συντυλίξουν | στα δίχτυα που ~ τόσον καιρό στους ώμους κουβαλούσαν (Kazantz Od 5.1143) |
- τέτοιες σγουρές μερούκλες | να κάθονται ~ να μη μπορούν μαζί μου να χορέψουν; (ib 9.1215) |
- ως μέλισσα που χάσει τον οσκρό, | αναδεύεις ~ κι οκνά (Sikel)
[der of MG άνεργος ← AG]
- without work or occupation, idly:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέργαστος, -η, -ο [anérγastos] (L)
- unworked, not worked out, unwrought, raw (syn ακατέργαστος, αδούλευτος, ant κατεργασμένος, δουλεμένος):
- ανέργαστο δέρμα, μετάξι, μέταλλο |
- μπήκε στο χαμώι και τ' αργαστήρι και σίμωσε τ' ανέργαστο ξυλοτράπεζο (Petimezas-L) |
- poem ανθρωπομάνι αρίφνητο τους χαλινούς σου ζεύγει | που θρέφει μέλη ανέργαστα στα πέλαα και στην ξέρα (LAlexiou)
[fr AG ἀνέργαστος (: ByzG ανεργάζομαι, 4th c. AD)]
- unworked, not worked out, unwrought, raw (syn ακατέργαστος, αδούλευτος, ant κατεργασμένος, δουλεμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεργία η [anerjía] Ο25α : η ακούσια αποχή από την εργασία, η έλλειψη απασχόλησης, θέσεων εργασίας: Εποχιακή / περιστασιακή / προσωρινή ~. H κυβέρνηση πήρε μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας. Mερική ~, που εμφανίζεται σε μερικά μόνο επαγγέλματα. Γενική ~, για όλα ή τα περισσότερα επαγγέλματα. Tαμείο / επίδομα ανεργίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεργία `έλλειψη δραστηριότητας΄ σημδ. γερμ. Arbeitslosigkeit]



