Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΝΕ
1.056 εγγραφές [831 - 840]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιτυχώς [anepitixós] adv (L)
  • unsuccessfully (ant L επιτυχώς):
    • τον πυροβόλησε με πιστόλι ~
  • ⓐ infelicitously (syn άστοχα):
    • σκέψη εκφρασμένη ~

[fr kath (neol]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίφθονος, -η, -ο [anepífθonos] (L)
  • undesirable, unenviable (syn L αφθόνητος, ant L επίφθονος):
    • ανεπίφθονο αξίωμα |
    • ο σοφός μπορεί να δείξει στο νέο τα ανεπίφθονα άσπρα του μαλλιά και να του συστήσει απλώς υπομονή (Papanoutsos)

[fr kath ← K, AG ἀνεπίφθονος, cpd of pref ἀν- & AG ἐπίφθονος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιφύλακτα [anepifílakta] adv (& ανεπιφύλαχτα) (L)
  • unconditionally, unreservedly, wholeheartedly (syn απεριόριστα):
    • αναγνωρίζω, αποδέχομαι, δέχομαι, εγκρίνω, επαινώ, θαυμάζω, υμνολογώ, υποστηρίζω, χειροκροτώ ~ |
    • συμφωνώ, εμπιστεύομαι ~ |
    • εγγυημένος ~ |
    • το μυθιστόρημα αυτό κερδίζει ~ τον αναγνώστη (Sachinis) |
    • η πίστη του εκδηλώνεται ~ μέσα στο δοκίμιό του (Chatzinis) |
    • παραδόθηκα απόλυτα, ~, στην πανίσχυρη αυτή πνοή της μόνης ασυζήτητης αλήθειας (Tsatsos) |
    • δεν με συνεπαίρνει η τέχνη του K. ~ (Theotokas) |
    • ο Δούκας κι ο Φραντζής χρησιμοποιούν ~ στα κείμενά τους λέξεις ιταλικές και τούρκικες (Dimaras) |
    • πιστεύουν στις αξίες του πολιτισμού τους ολοκληρωτικά κι ~ (Evelpidis) |
    • αποδοκιμάζεται ανεπιφύλαχτα η υποκρισία των απόντων από την εκτέλεση του καθήκοντος (Papanoutsos) |
    • τον μαστιγώνει καθαρά και ~ ως κλέφτη και ως υποκινητή ταραχών (Stavrou Ar)

[der of ανεπιφύλακτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιφύλακτο [anepifílaktο] το, (L)
  • lack of reservation, wholeheartedness, implicitness:
    • το ~ της αγάπης, της πίστεως

[substantiv. n of ανεπιφύλακτος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπιφύλακτος -η -ο [anepifílaktos] Ε5 : που εκδηλώνεται χωρίς επιφυλάξεις ή δισταγμούς: ~ θαυμασμός. Aνεπιφύλακτη συμπαράσταση / εμπιστοσύνη / υποστήριξη. Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ανεπιφύλακτη συμπαράσταση της Ελλάδας στον κυπριακό λαό. ανεπιφύλακτα ΕΠIΡΡ: Συνιστώ κτ. ~.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επιφυλακ- (επιφύλαξις) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιφύλακτος1 [anepifílaktos] ο, (L)
  • unreserved person (ant ο επιφυλακτικός):
    • απέναντι σ' αυτούς στάθηκαν οι ανεπιφύλακτοι (Papantoniou)

[substantiv. m of ανεπιφύλακτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιφύλακτος2, -η, -ο [anepifílaktos] (& ανεπιφύλαχτος) (L)
  • unconditional, unqualified, unreserved, wholehearted (syn απεριόριστος, ant επιφυλακτικός):
    • ~ ενθουσιασμός, έπαινος, θαυμασμός |
    • ανεπιφύλακτη αισιοδοξία, αναγνώριση, αποδοχή, άρνηση, ειλικρίνεια, εμπιστοσύνη, παραδοχή, πίστη, συμπάθεια, υπακοή, υποστήριξη |
    • ανεπιφύλακτες τιμές |
    • ανεπιφύλακτο εγκώμιο |
    • με συγκινούν τ' ανεπιφύλακτα κινήματα ενός κριτικού λυρικού ενθουσιασμού (Palam) |
    • ο νατουραλιστής εξογκώνει ή παραμορφώνει το κακό για να προκαλέσει έτσι την ανεπιφύλακτη καταδίκη του (Sachinis) |
    • η προσχώρηση του Π. στο ψυχαρικό κήρυγμα ποτέ δεν έγινε πλήρης και ανεπιφύλαχτη (Chourmouzios) |
    • η γαλλική κριτική ξέσπασε σε ανεπιφύλακτους πανηγυρισμούς (Athanasiadis-N) |
    • η ιωνική τέχνη ήταν πιο αδέσμευτη και ανεπιφύλαχτη στο μεταχείρισμα ρεαλιστικών ατομικών γνωρισμάτων παρά η αττική (Karouzos) |
    • οι Aθηναίοι λόγιοι δίνονται ανεπιφύλακτοι στις ρομαντικές υπερβολές (Dimaras)

[fr kath (neol]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπιφώνητος, επίθ.
  • Που δεν εκφωνήθηκε μπροστά σε άλλους, που έγινε σιωπηρά:
    • Περί δωρεάς ανεπιφωνήτου (Bακτ. αρχιερ. 146).

[<στερ. αν‑ + επιφωνέω. H λ. το 10. αι. (LBG)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπιχείρητος, επίθ.
  • Που δεν μπορεί κάπ. να τον επιχειρήσει, δυσκολοκατόρθωτος:
    • (Λίβ. Sc. 3068).

[μτγν. επίθ. ανεπιχείρητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιχείρητος, -η, -ο [anepiCíritos] (L)
  • unattempted:
    • ανεπιχείρητη προσπάθεια |
    • ανεπιχείρητο τόλμημα

[fr MG ανεπιχείρητος ← K, cpd of pref ἀν- & *ἐπιχειρητός (: AG ἐπιχειρῶ); cf K ἐπιχειρητ-ικός]

< Προηγούμενο   1... 82 83 [84] 85 86 ...106   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες