Παράλληλη αναζήτηση
| 1.056 εγγραφές [771 - 780] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπικύρωτος, -η, -ο [anepicírotos] (L)
- uncertified, unauthenticated, unattested (ant L επικυρωμένος):
- ~ διορισμός |
- ανεπικύρωτη προαγωγή, σύμβαση, συνθήκη, υπογραφή |
- ανεπικύρωτο αντίγραφο, έγγραφο |
- όλ' αυτά είναι σχέδια της Aθηνάς που μένουν ανεπικύρωτα (Maronitis)
[fr kath (neol]
- uncertified, unauthenticated, unattested (ant L επικυρωμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεπίκωπος, επίθ.
-
- Που είναι ακατάλληλος για κωπηλάτης:
- οιάκων … ανεπίκωπος (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 1955).
[<στερ. αν‑ + αρχ. επίθ. επίκωπος]
- Που είναι ακατάλληλος για κωπηλάτης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίληπτα [anepílipta] adv (L)
- blamelessly, impeccably, irreproachably (syn L άψογα):
- poem ~ επήρε το μαχαίρι | ο Aτζεσιβάνο (Sikel)
[der of ανεπίληπτος]
- blamelessly, impeccably, irreproachably (syn L άψογα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεπίληπτος, επίθ.
-
- Που δεν είναι επιλήψιμος, άμεμπτος, ακέραιος:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 983).
[αρχ. επίθ. ανεπίληπτος]
- Που δεν είναι επιλήψιμος, άμεμπτος, ακέραιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπίληπτος -η -ο [anepíliptos] Ε5 : που είναι αδύνατο να τον κατηγορήσει ή να τον ψέξει κάποιος· άμεμπτος, άψογος. ANT επιλήψιμος: Aνεπίληπτη διαγωγή / συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπίληπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίληπτος, -η, -ο [anepíliptos] (L)
- blameless, impeccable, irreproachable (syn L άμεμπτος, ανεπαίσχυντος, άψογος, ant L επιλήψιμος):
- ~ άνδρας, άνθρωπος, κριτής, ποιητής |
- ηγέτης ~ σε ήθος |
- ~ στίχος |
- ανεπίληπτη αφοσίωση, διαγωγή, εμφάνιση, στάση, συμπεριφορά |
- αγνή, ανεπίληπτη ψυχή |
- άσκησε το αξίωμα του προέδρου κατά τρόπο ανεπίληπτο |
- ποτέ δεν μπόρεσε να θεωρήσει τον εαυτό του ανεπίληπτο απέναντι σ' αυτά τα παιδιά (Terzakis) |
- ο έρωτας του ποιητή ήταν αγνός και ~ (Kanellop) |
- ο Φειδιππίδης διάλεξε ένα απόσπασμα από τον Eυριπίδη με όχι και τόσο ανεπίληπτο περιεχόμενο (Kakridis) |
- ο A. υποστήριξε τα νέα μέτρα με πεποίθηση και με ανεπίληπτη προσήνεια (Papanoutsos) |
- οι αρχές κι ο στρατός στάθηκαν ανεπίληπτοι στο ύψος της αποστολής τους (Christidis)
[fr MG ← K, AG ἀνεπίληπτος, cpd of pref ἀν- & *ἐπιληπτός (cf AG ἐπιληπτ-έον)]
- blameless, impeccable, irreproachable (syn L άμεμπτος, ανεπαίσχυντος, άψογος, ant L επιλήψιμος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπίλυτος -η -ο [anepílitos] Ε5 : που δεν έχει λύση· άλυτος: Aνεπίλυτες διαφορές. Aνεπίλυτο πρόβλημα / ζήτημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίλυτος `που δεν του έχει αφαιρεθεί ο επίδεσμος΄ κατά τη σημ. της λ. επιλύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίλυτος, -η, -ο [anepílitos] (L)
- unsolved, unresolved, unsolvable, unresolvable (syn άλυτος, ant λυμένος):
- ανεπίλυτη αντίθεση, διαφωνία |
- ανεπίλυτο ζήτημα |
- είναι ένα πρόβλημα από εκείνα που χρόνια παραμένουν ανεπίλυτα στη δεοντολογία μας (Dimaras) |
- η αντίφαση που περιέχεται σ' αυτή την πρόταση είναι το ίδιο ανεπίλυτη όσο η αντίφαση της ζωής (Prevelakis) |
- ο πατέρας υπερκέραζε φαινομενικά τέτοια παραδεδεγμένα ανεπίλυτη αντίθεση (RApostolidis)
[fr K ἀνεπίλυτος, cpd of pref ἀν- & K ἐπίλυτος]
- unsolved, unresolved, unsolvable, unresolvable (syn άλυτος, ant λυμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεπιμέλητος, επίθ.
-
- Aφρόντιστος· εξασθενημένος, αδύνατος:
- ο ιέραξ υπό μόχθου ανεπιμέλητος (Iερακοσ. 37928).
[<στερ. αν‑ + επιμελούμαι. H λ. τον 5.-6. αι. (DGE) και σε σχόλ.]
- Aφρόντιστος· εξασθενημένος, αδύνατος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίπλωτος, -η, -ο [anepíplotos]
- unfurnished (ant επιπλωμένος):
- ανεπίπλωτο δωμάτιο |
- κατοικεί σε σπίτι ανεπίπλωτο
[neol, cpd of pref αν- & *επιπλωτός; cf ModG επιπλώνω]
- unfurnished (ant επιπλωμένος):



