Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΝΕ
1.056 εγγραφές [741 - 750]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίγνωστος, -η, -ο [anepíγnostos] (L)
  • unaware, unconscious, unknowing or unknown, not recognized (syn ανεπίγνωτος L, ασύνειδος,:
    • ανεπίγνωστη ευεργεσία |
    • ο τάδε είναι ένας ~ αυτοειρωνευόμενος |
    • ο Γιαννόπουλος δεν εξηγούσε αυτόν τον ακατάλυτο πυρήνα ως ανεπίγνωστο προϊόν φυλετικής κληρονομίας (Melas) |
    • επιδείχνουν έναν ηθελημένο κυνισμό, που είναι μια ανεπίγνωστη υποτροπή της συστολής (Terzakis) |
    • ασκούν εντός μας πολύχυμες κι ανεπίγνωστες διεργασίες, μας ημερώνουν (RApostolidis) |
    • ο θαυμαστός νους του είχε αφομοιώσει μέσα από μιαν ανεξερεύνητη και ανεπίγνωστη κατεργασία το ακόλουθο μοτίβο (Angelou)

[fr kath ανεπίγνωστος ← PatrG, K, cpd of pref ἀν- & K (LXX) ἐπίγνωστος 'known, manifest']

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίγνωτα [anepíγnota] adv (L) = ανεπίγνωστα
:
  • η έμπνευση του ποιητή δημιουργεί ~ |
  • η ουσιαστική μας ζωή βρίσκεται πιο βαθιά, κάνει ~ τον γραμμένο της δρόμο (Chatzinis) |
  • η απιστία των θαυμαστών εκφράζει μιαν ~ μηδενιστική ασυνειδησία (Terzakis)

[fr MG ανεπίγνωτα, der of ανεπίγνωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίγνωτος, -η, -ο [anepíγnotos] (L) = ανεπίγνωστος
:
  • ~ έρωτας, αγώνας |
  • ανεπίγνωτη πνευματική λειτουργία |
  • ανεπίγνωτες επιδράσεις |
  • η στιγμή της έμπνευσης είναι εκείνη όπου η ανεπίγνωτη αυτή μορφή παίρνει έκφραση με το λόγο (Chatzinis) |
  • ο ανθρώπινος εγωκεντρισμός έχει και τις ανεπίγνωτες μεθόδους του για να κρατάει τα άτομα στη ζωή (id.) |
  • ο τραγικός αυτός κωμωδιογράφος αφήνει ν' ακουστούν ανάμεσα στα ξάστερά του γέλια οι πρώτοι σαρκασμοί ενός ανεπίγνωτου εωσφορισμού (Terzakis)

[fr kath ανεπίγνωτος (bes ανεπίγνωστος), cpd of pref αν- & *επίγνωτος; cf also AG αὐτόγνωτος, πολύγνωτος etc]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπίγραφος, επίθ.
  • Που δε γράφεται, παράδοξος, απίστευτος:
    • πλείστα … έγενον ανεπίγραφα (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1024).

[μτγν. επίθ. ανεπίγραφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπίγραφος -η -ο [anepíγrafos] Ε5 : που πάνω του δεν έχουν γράψει επιγραφή: Aνεπίγραφη επιτάφια στήλη. || Aνεπίγραφη επιστολή, που δεν έγραψαν τα στοιχεία του παραλήπτη.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίγραφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίγραφος, -η, -ο [anepíγrafos] (L)
  • not written on, without inscription, title, label or address, untitled, unaddressed:
    • ~ λόγος |
    • ~ τάφος |
    • ~ φάκελος |
    • ανεπίγραφη επιστολή unaddressed letter |
    • ανεπίγραφο άρθρο, έργο |
    • το παραμύθι δημιουργεί μια ιστορία του κόσμου ατεκμηρίωτη, αναπόδεικτη, ανεπίγραφη (Panagiotop) |
    • οι εικόνες του προσκυνήματος είναι επενδυμένες και ανεπίγραφες και δεν είναι γνωστή η ηλικία τους (Pallas) |
    • όταν έβγαλα την ανεπίγραφη στήλη και την έστησα στον τόρμο της βάσης, αποδείχτηκε πως πραγματικά τα δύο μέρη συνανήκουν (Bakalakis)

[fr kath ανεπίγραφος ← MG, this fr PatrG, K, cpd of pref ἀν- & ἐπιγραφή; cf PatrG ἐπίγραφος, K ἐπιγραφ- ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπίδεκτος -η -ο [anepíδektos] Ε5 : α.που δεν επιδέχεται ή δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο μιας ενέργειας, που δεν προσφέρεται για κτ.: Θέμα ανεπίδεκτο συζητήσεως. Άποψη ανεπίδεκτη αμφιβολιών / λογικής ερμηνείας. β. (για πρόσ.) που είναι ανίκανος να δεχτεί την επίδραση μιας ενέργειας ή να μάθει κτ.: ~ μαθήσεως / αγωγής. Mαθητής ~ στα μαθηματικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίδεκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίδεκτος, -η, -ο [anepí∂ektos] (L)
  • unreceptive, unsusceptible, incapable:
    • ~ αποδείξεως, βελτιώσεως |
    • ~ μαθήσεως incapable of learning, unteachable |
    • ~ μορφώσεως ineducable |
    • κείμενο ανεπίδεκτο τροποποιήσεως unalterable text |
    • η πρότασή του είναι ανεπίδεκτη συζητήσεως |
    • ο μέθυσος είναι ~ οποιασδήποτε ευεργεσίας (Vrettakos) |
    • οι ψεύτες έχουν ψυχές κατώτερες, ανεπίδεκτες υψηλών αισθημάτων (Kontogiannis) |
    • το κορίτσι εκείνο ήταν ανεπίδεκτο κι από ανατροφή κι από ιδιοσυγκρασία (Xenop) |
    • πρώτη και επιτακτική, ανεπίδεκτη αναβολής, ανάγκη είναι ν' αποκτήσουμε σχολεία και πανεπιστήμια (Papanoutsos) |
    • μια φύση σκληρή κι απάνθρωπη είναι ανεπίδεκτη από κάθε ηθικό δίδαγμα (Papatsonis) |
    • η ανθρωπότητα είναι κάτι απρόσωπο, ευγενές και ανεπίδεκτο βίας (Athanasiadis-N) |
    • είναι ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως ότι η μέχρι τούδε οικονομική πολιτική απέτυχε (Angelop) |
    • έφεραν κ' ένα φονιά, ανεπίδεκτο θεραπείας, όπως έλεγε το δελτίο του εγκληματολόγου (Evelpidis) |
    • το πραξικόπημα δεν είναι πάντα ανεπίδεκτο νομιμοποίησης (Nestor)

[fr kath ανεπίδεκτος ← PatrG, K, cpd of pref ἀν- & K ἐπίδεκτος (επιδέχομαι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπιδίκαστος -η -ο [anepiδíkastos] Ε5 : (για δικαιώματα, υποχρεώσεις, απαιτήσεις κτλ.) που δεν τον επιδικάσανε, δεν τον αναγνώρισαν ή δεν τον καθόρισαν με δικαστική απόφαση: Aνεπιδίκαστη αποζημίωση.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επιδικασ- (επιδικάζω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπίδοτος -η -ο [anepíδotos] Ε5 : (για έγγραφα, επιστολές, ταχυδρομικά δέματα κτλ.) που δεν τον παραδώσανε στον παραλήπτη του: Aνεπίδοτο τηλεγράφημα. Aνεπίδοτη δικογραφία.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επιδο- (επιδίδω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀνεπίδοτος `που δεν αυξάνει΄)]

< Προηγούμενο   1... 73 74 [75] 76 77 ...106   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες