Παράλληλη αναζήτηση
| 1.056 εγγραφές [661 - 670] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξιχνίαστα [aneksixníasta] adv (L)
- impenetrably, unsearchably, unfathomably (syn κατά τρόπο ανεξιχνίαστο):
- ο κόσμος, μέσα τους ~ σύνθετος και πολύπλοκος, ανακτά ξαφνικά την απλότητά του (Chatzinis)
[der of ανεξιχνίαστος]
- impenetrably, unsearchably, unfathomably (syn κατά τρόπο ανεξιχνίαστο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξιχνίαστο [aneksixníasto] το, (L)
- the unsearchable thing, inscrutability:
- το αιώνια σκοτεινό και ~ δεν αντικειμενοποιείται (Papanoutsos) |
- πάντα μας μένει καιρός να παραδοθούμε στο ~ (id.) |
- η επιστήμη οδηγεί τον ταξιδιώτη μέσα στα τρελά, τα άσκοπα, τα ανεξιχνίαστα και τα τυχαία της φύσεως (Papantoniou, adapted) |
- οι αρχαίες τραγωδίες είναι γιομάτες από το ~ αλλά και από την παρουσία του θείου (EIR Taxidia) |
- poem δεν έχει της γοργόνας το καμάρωμα | ούτε τ' ~ της Σφίγγας (EKardamaki-D)
[fr kath το ανεξιχνίαστον, substantiv. n of K ἀνεξιχνίαστος]
- the unsearchable thing, inscrutability:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεξιχνίαστος, επίθ.
-
- Που δεν μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος τα ίχνη, την κατεύθυνσή του, ανεξακρίβωτος:
- (Kώδ. Xρονογρ. 53).
[μτγν. επίθ. ανεξιχνίαστος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος τα ίχνη, την κατεύθυνσή του, ανεξακρίβωτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξιχνίαστος -η -ο [aneksixníastos] Ε5 : που δεν τον εξιχνίασαν ή που δεν μπορούν να τον εξιχνιάσουν: Aνεξιχνίαστο μυστήριο. Aνεξιχνίαστες αιτίες. Aνεξιχνίαστοι σκοποί. Aνεξιχνίαστες οι βουλές του Θεού, ανεξερεύνητες. Tο έγκλημα θα έμενε ανεξιχνίαστο, αν ο δολοφόνος δεν ομολογούσε.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεξιχνίαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξιχνίαστος, -η, -ο [aneksixníastos] (L)
- ① difficult to trace, untraceable, inexplorable, unsearchable, fathomless, inscrutable (syn ανεξερεύνητος, κλειστός, μυστηριώδης, σκοτεινός):
- ανεξιχνίαστο μυστήριο, μυστικό, έγκλημα |
- ανεξιχνίαστα σχέδια, σχεδιαγράμματα, βάθη |
- ανεξιχνίαστοι σκοποί, ορίζοντες |
- ανεξιχνίαστη αυθεντία, βουλή, βούληση, μοίρα |
- οι ανεξιχνίαστες βουλές της μοίρας |
- ανεξιχνίαστες πτυχές της ζωής των ανθρώπων |
- εκείνοι οι ανεξιχνίαστοι Eτεόκρητες (Panagiotop) |
- το ανεξιχνίαστο βασίλειο του θανάτου (Melas) |
- το βάθος του ανεξιχνίαστου μυαλού του (Roussos) |
- η Φύση δεν είναι πια κάτι το ιερά φοβερό και ανεξιχνίαστο, αλλά προσπελάζεται (Papanoutsos) |
- μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστες είναι οι άκριες της ψυχής (id.) |
- να εννοήσομε την ανεξιχνίαστη σύσταση του εσωτερικού μας κόσμου (id.) |
- η ανεξιχνίαστη καλαισθησία του τεχνίτη (Papantoniou) |
- τα όντως όντα όταν μένουν πάντα απροσπέλαστα και ανεξιχνίαστα (id.) |
- είναι σκοτεινά τ' ανεξιχνίαστα φαράγγια του ασυνειδήτου (Dimaras) |
- ο Θεός είναι μυστική πηγή ανεξιχνίαστη (Tatakis) |
- το ανεξιχνίαστο βάθος του πνευματικού ανθρώπου (id.) |
- ο άνθρωπος είναι πλάσμα ανεξιχνίαστο (Terzakis) |
- στο βάθος οι γυναίκες μένουν ανεξιχνίαστες (Evelpidis) |
- poem στου περασμένου το βαθύ σκοτάδι αρχίζει ο κόσμος, | ανεξιχνίαστης μιας μοίρας υποταχτικός (Palam) |
- .. απ' τ' ανεξιχνίαστα βάθη | των βουλών μου πορευόμουν προς εσένα (Melissanthi)
- ② untraced, unprobed, unexplained (syn ανεξερεύνητος, ανεξήγητος, ανερμήνευτος):
- ανεξιχνίαστο μυστήριο a mystery that has not been cleared up, unexplained mystery |
- να κι άλλο σχετικό μυστήριο ανεξιχνίαστο, που το εξιχνίαζε τώρα (Xenop) |
- χωρίς το ψυχολογικό κλίμα ο Πιραντέλλο θα έμενε ίσως για πάντα ~ (Athanasiadis-N) |
- εκείνη η διάσταση του πραγματικού και του πνεύματος για τη Λογική μένει ανεξιχνίαστη (Kelesidou-Galanou)
[fr kath ανεξιχνίαστος ← K (LXX, NT+), cpd of ἀν- & *ἐξιχνιαστός (: ἐξιχνιάζω 'track out')]
- ① difficult to trace, untraceable, inexplorable, unsearchable, fathomless, inscrutable (syn ανεξερεύνητος, κλειστός, μυστηριώδης, σκοτεινός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέξοδα [anékso∂a] adv
- at little or no expense, without expense, gratis, inexpensively (syn αδάπανα, δωρεάν):
- τόσες δουλειές γίνονται ~ |
- οι νοικοκυρές του λαού κάνουν εκεί τη μπουγάδα τους ~ |
- ταξιδεύει ~ |
- περνάει ~ he lives without charge |
- η χαρά προσφέρεται ~ |
- ο καθένας σχολιάζει ~, ακίνδυνα τις πράξεις των άλλων (Terzakis) |
- ~ καμιά νίκη του πνεύματος δεν γίνεται (Papanoutsos) |
- νομίζομε ότι είναι δικαίωμά μας το Kράτος να μας παρέχει ~ την εκπαίδευση (id.) |
- poem .. δίπλα | πίνουν κρασί όσο θεν ~, και κυβερνάει καθένας | το ασκέρι του κλ (Homer Il 17.250 Kaz-Kakr)
[fr ανέξοδος; cf kath ανεξόδως]
- at little or no expense, without expense, gratis, inexpensively (syn αδάπανα, δωρεάν):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξόδευτος s. αξόδευτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξόδιαστα [aneksó∂jasta] adv, region. (& Petsalis)
- without expense (syn ανέξοδα):
- θα κάνω αριστερά .. να ξεφύγω, ίσως λάχει και ξεφύγω ~ (Petsalis)
[der of ανεξόδιαστος]
- without expense (syn ανέξοδα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξόδιαστος, -η, -ο [aneksó∂jastos] (D) (& Charis)
- ① done or to be done inexpensively (syn ανέξοδος):
- ανεξόδιαστο γλέντι
- ② unconsumed, unexpended (syn ακατανάλωτος, αξόδιαστος):
- ανεξόδιαστο εμπόρευμα |
- ο Παπαδιαμάντης έμεινε ευσεβής σ' όλη του τη ζωή κι όταν ήρθε η μεγάλη για άλλους πιστούς πνευματική ωριμότητα κ' έμεινε ευσεβής, όταν ωρίμασε και η νησιώτικη ιδιοσυγκρασία του κ' έγινε, μαζί με την πίστη, πλούτος μεγάλος και ~ (Charis)
[cpd of αν- & εξοδιαστός; cf αξόδιαστος]
- ① done or to be done inexpensively (syn ανέξοδος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέξοδο [anéksο∂ο] το,
- no cost:
- το ~ της σιδηροδρομικής μεταφοράς έκανε δυνατή τη μετακίνησή μου (Ouranis)
[fr kath το ανέξοδον, substantiv. n of ανέξοδος]
- no cost:



