Παράλληλη αναζήτηση
| 1.056 εγγραφές [581 - 590] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαιρέτως [anekserétos] adv (L) = ανεξαίρετα
- :
- απαγορεύεται η είσοδος σ' όλους ~ |
- θα δοθεί αύξηση μισθού σ' όλους ~ τους υπαλλήλους |
- ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών με όλα ~ τα κράτη σε όρους ισοτιμίας |
- ο υπασπιστής της υπηρεσίας εκτελούσε όλες ~ τις υπηρεσίες (Karagatsis) |
- κάθε άνθρωπος ~ δεν διαθέτει οργανικά την κατάλληλη ευαισθησία για να γίνει δέκτης του έργου τέχνης (Terzakis) |
- όλες ~ οι πόλεις εύχονται το θάνατο παρά τη σκλαβιά τους (Vacalop) |
- όταν αγωνιούμε, όλα τα πράγματα ~ παίρνουν μηδενιστικό χαρακτήρα (Georgoulis) |
- όλα ~ τα κόμματα έπαψαν να βασίζουν τη δύναμή τους στις ιδεολογικές τους κατευθύνσεις (Kasimatis)
[fr kath (neol]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξακρίβωτα [aneksakrívota] adv (L)
- without confirmation, unverifiably:
- ένα σπαθί του 1821 ~ πιθανολογείται σαν δώρο του Kαραϊσκάκη (Vasileiou) |
- οι Δόλοπες ~ φέρονται ως λαός θεσσαλικός (id.)
[der of ανεξακρίβωτος]
- without confirmation, unverifiably:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξακρίβωτος -η -ο [aneksakrívotos] Ε5 : που την αλήθεια του ή την ακρίβειά του δεν τη διαπίστωσαν, δεν την έλεγξαν· ανεπιβεβαίωτος. ANT εξακριβωμένος: Aνεξακρίβωτες πληροφορίες / φήμες.
ανεξακρίβωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) εξακριβω- (δες εξακριβώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξακρίβωτος, -η, -ο [aneksakrívotos] (L)
- unconfirmed, unverified (syn L ανεξέλεγκτος 1,:
- ανεξακρίβωτα αίτια, περιστατικά |
- ανεξακρίβωτη διάδοση, μαρτυρία, παράδοση, περίπτωση, πηγή, φήμη |
- ανεξακρίβωτες πληροφορίες, γενικότητες |
- καλύτερα να 'ναι όλα θολά κι ανεξακρίβωτα |
- οι αντιγραφείς ενόθευσαν το κείμενο σε έκταση που θα μείνει ίσως για πάντα ανεξακρίβωτη (Kanellop) |
- η ζωή μας είναι μια περιπέτεια που θα έμενε ανεξακρίβωτη, αν δεν την ανακαλύπταμε μέσα στην περιπέτεια των άλλων (Chatzinis) |
- με το ίδιο όνομα υπήρχε και αρχαία πόλη, της οποίας η ακριβής θέση παραμένει ανεξακρίβωτη (Varelas)
[fr kath (neol]
- unconfirmed, unverified (syn L ανεξέλεγκτος 1,:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξάλειπτα [aneksálipta] adv (L)
- indelibly, ineffaceably (syn ανεξίτηλα):
- η πίστη σφράγισε ~ τα παιδικά σου χρόνια (Palam) |
- η ισπανική ευγένεια, πρώτη φορά ~ χαραγμένη από τον Γκρέκο (Papantoniou) |
- μέσα στην έννοια του τραγικού υπάρχει ~ το ηρωικό στοιχείο (Papanoutsos) |
- το γλωσσικό άρθρο στο Σύνταγμα κηλιδώνει ~ την κατά τα άλλα φωτεινή και προοδευτική δράση της διπλής Aναθεωρητικής Bουλής (Thrylos) |
- οι μορφές αυτές αποτυπώνονται ~ στη μνήμη μας (Sachinis) |
- ο δόλος εναντίον του Kαισαρίωνα σπιλώνει ~ τη μνήμη τού μετέπειτα θρυλικού Aυγούστου (Roussos)
[der of ανεξάλειπτος]
- indelibly, ineffaceably (syn ανεξίτηλα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξάλειπτο [aneksálipto] το, (L)
- indelibility, that which is indelible:
- το ~ του χαρακτήρα της ιεροσύνης |
- ό,τι έγινε δεν μπορεί να ξεγίνει· δε σβήνει κανείς το ~ (Papanoutsos) |
- στην αρχαία εμορφιά και το κέφι της ζωής πρέπει να προστεθεί το ~ από το Nαζωραίο, η καλοσύνη (ChZalokostas)
[fr kath το ανεξάλειπτον, substntiv. n of ανεξάλειπτος]
- indelibility, that which is indelible:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεξάλειπτος, επίθ.
-
- (Προκ. για πρόσωπο) διαρκής, διηνεκής:
- (Πόλ. Tρωάδ. 500).
[αρχ. επίθ. ανεξάλειπτος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πρόσωπο) διαρκής, διηνεκής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξάλειπτος -η -ο [aneksáliptos] Ε5 : (λόγ.) που δεν εξαλείφεται, δε σβήνει· ανεξίτηλος, συνήθ. μτφ.: Tο γεγονός θα μείνει ανεξάλειπτο στη μνήμη μας.
[λόγ. < αρχ. ἀνεξάλειπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξάλειπτος, -η, -ο [aneksáliptos] (L)
- indelible, ineffaceable (syn in ανεξίτηλος 1a):
- ανεξάλειπτο χρώμα fast color |
- ανεξάλειπτα ίχνη
- ⓐ fig indelible, permanent, unforgettable (syn in ανεξίτηλος 1b):
- ανεξάλειπτη ανάμνηση, μνήμη, εντύπωση |
- ανεξάλειπτα γεγονότα, περιστατικά |
- στην τρυφερή ηλικία τυπώνονται στην ψυχή με ανεξάλειπτα γράμματα οι εντυπώσεις της ζωής (Melas) |
- μέσα στο μυαλό του είχαν χαραχτεί ανεξάλειπτα τ' όνομα κάποιου δρόμου κ' ένας αριθμός (Chourmouziadis) |
- ανεξάλειπτες μένουν στη μνήμη των νησιωτών οι φοβερές επιδρομές (Vacalop) |
- πίσω από την πρόληψη υπάρχει πάντα ο φόβος, ο βαθύς και ~ (Papanoutsos) |
- poem η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι | και να μείνει αυτή (Elytis)
[fr MG ← PatrG, AG ἀνεξάλειπτος, cpd of pref ἀν- & *ἐξαλειπτός (: AG ἐξαλείφω; cf also ἐξαλειπτέον)]
- indelible, ineffaceable (syn in ανεξίτηλος 1a):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεξαλείφω· αναξηλείφω.
-
- Kαταστρέφω, εξαφανίζω:
- ο σουλτάνος … πολομά μεγάλην αρμάδαν να … αναξηλείψει το νησσίν σου (Mαχ. 64029).
[<πρόθ. ανά + εξαλείφω. Mέσ. (‑ξηλείφομαι) και σήμ. κυπρ. (IΛ, λ. αναξαλείφω)]
- Kαταστρέφω, εξαφανίζω:



