Παράλληλη αναζήτηση
| 1.056 εγγραφές [451 - 460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμόπτερο το [anemóptero] Ο42 : ανεμοπλάνο.
[λόγ. ανεμο-1 + πτερ(όν) -ον (διαφ. το μσν. ανεμόπτερος `γρήγορος σαν τον άνεμο΄)]
- ανεμόπτερο [anemóptero] το, aviat
- glider (syn ανεμοπλάνο)
[fr neol (kath) ανεμόπτερον, cpd of AG ἄνεμος & AG πτερόν]
- ανεμοπύρωμα το [anemopíroma] Ο49 : (λαϊκότρ.) δερματική πάθηση· ερυσίπελας.
[μσν. ανεμοπύρωμαν < ανεμο-2 + πύρωμα(ν)]
- ανεμοπύρωμα [anemopíroma] το,
- ① med erysipelas (syn ανεμικό, ανεμοπύρι, πυρό)
- ② bot the herb Bupleurum fructicosum (syn λαφόκλαδο)
[fr MG ανεμοπύρωμα (-ωμαν in Du Cange), cpd of άνεμος & LK πύρωμα (Ptolemy, 2nd c. AD)]
- ανεμορούφουλας ο [anemorúfulas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ανεμοστρόβιλος.
[ανεμο-1 + ρούφουλας]
- ανεμορούφουλας [anemorúfulas] ο, pl ανεμορούφουλοι οι, (Kazantz) & region.
- whirlwind, twister (syn ανεμοσίφουνας, ανεμοστρόβιλος):
- ένας ~ σήκωσε τη θάλασσα, άρπαξε το καράβι καθώς σαρίδι και το κατάπιε στ' άβαθα (Prevelakis) |
- ανεμορούφουλοι ξεριζώνουν πολιτείες, γκρεμίζουν δάση (Kazantz) |
- απ' τα παραθύρια μπαινοβγαίνει το ανεμόβροχο και ο ~ και παίζει το διαβολικό παιχνίδι του (Floros) |
- γύριζε σαν ~ ανάμεσό μας (Vlami) |
- poem να με σηκώσει ~ κακός και να με πάρει (Homer Il 6.346 Kaz-Kakr) |
- παιδιά, ένα λαγιαρνί εδώ πέρα φέρτε· | πλακώνει ~ σε λίγο (Stavrou Ar)
[cpd of άνεμος & ρούφουλας or fr *ανεμοστρόβιλος (PatrG) by folket w. ρουφώ ανεμοστρόφιλας (ανεμοστρόφυλλον in Du Cange) -στρούφουλας -ρούφουλας]
- whirlwind, twister (syn ανεμοσίφουνας, ανεμοστρόβιλος):
- ανεμορριπή [anemoripí] η, (L)
- gust of wind (syn ριπή ανέμου [s. άνεμος 1a], μπουρίνι, σαγανάκι, σπιλάδα):
- το νερό που κελαρύζει, η ~ που λύγισε τα κλωνάρια (Petsalis) |
- το χορτάρι αναδεύεται στις ανεμορριπές που χυμούν από ψηλά σε ώρα αντάρας (Floros) |
- poem κοπρίσματα, ανεμορριπές, κλαδέματα, πλημμύρες | στυλώσανε ή λυγίσανε το δέντρο· δεν τ' αλλάξαν (Palam)
[cpd of AG ἄνεμος & AG ριπή]
- gust of wind (syn ριπή ανέμου [s. άνεμος 1a], μπουρίνι, σαγανάκι, σπιλάδα):
- ανεμόρρομβος ο [anemóromvos] Ο20 : η καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις του ανεμολογίου.
[λόγ. ανεμο-1 + ρόμβος μτφρδ. αγγλ. rhumb < παλ. γαλλ. rumb < παλ. ολλανδ. ruum με παρετυμ. λατ. rhombus < αρχ. ῥόμβος (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
- ανεμόρρομβος s. κάρτα.
- άνεμος ο [ánemos] Ο19 : κίνηση μάζας ατμοσφαιρικού αέρα που οφείλεται στις διαφορετικές και μεταβαλλόμενες ατμοσφαιρικές συνθήκες, στη διαφορά θερμοκρασίας από έναν τόπο σε άλλο και έχει ορισμένη κατεύθυνση και δύναμη· (πρβ. αέρας): ~ ασθενής / μέτριος / δυνατός / ισχυρός / σφοδρός. Bόρειος ~, βοριάς. Nότιος ~, νοτιάς. Περιοδικοί / τοπικοί άνεμοι. Πνέει / σηκώνεται ~. Ξαφνικά σηκώθηκε ένας ~ και μας πήρε την ομπρέλα. (Ορμώ) σαν ~, με τη βιαιότητα, την ορμή του ανέμου· (πρβ. σίφουνας). ΦΡ και εκφράσεις περί ανέμων και υδάτων*. φτερό* στον άνεμο. κτ. πάει κατ΄ ανέμου, για καταστροφή. κόντρα στον άνεμο, αντίθετα προς τις επικρατούσες κοινωνικές τάσεις. (πάω) όπου φυσάει ο ~, για άνθρωπο που δεν είναι σταθερός, που μεταβάλλει γρήγορα και κατά περίπτωση απόψεις, ιδέες κτλ., ανάλογα με ό,τι επικρατεί κάθε φορά στην κοινωνία. σκορπίζω στους πέντε ανέμους, σκορπίζω, σπαταλώ άσκοπα εδώ κι εκεί ή διασκορπίζομαι προς διάφορες κατευθύνσεις: Σκόρπισε την πατρική κληρονομιά στους πέντε ανέμους. Tα παιδιά της σκόρπισαν / σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους· ΣYN ΦΡ σκορπίζω στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. ΠAΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. || (μτφ.): Φυσάει / πνέει (ένας) ~, επικρατεί κατάσταση, υπάρχει κλίμα, διάθεση για κτ.: Φύσηξε ένας ~ ανανέωσης. Πνέει ~ ελευθερίας / αλλαγής / αισιοδοξίας.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἄνεμος]



