Παράλληλη αναζήτηση
| 1.056 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεκδοτικά [anek∂otiká] adv (L)
- in the form of an anecdote, anecdotally:
- οι Έλληνες λένε αυτή την παροιμία ~ (Loukatos) |
- αρκούμαι να προσθέσω ~ το ακόλουθο περιστατικό (Sotirakis)
[n pl of adj ανεκδοτικός)]
- in the form of an anecdote, anecdotally:
- ανεκδοτικό [anek∂otikó] το, (L)
- sth characteristic of, or relating to, anecdotes, anecdotal matter; το γραφικό και το ~ τον τραβούν (Evelpidis):
- από δω έχει την αρχή του το γνωστό ~ (Loukatos)
[substantiv. n of ανεκδοτικός]
- sth characteristic of, or relating to, anecdotes, anecdotal matter; το γραφικό και το ~ τον τραβούν (Evelpidis):
- ανεκδοτικός -ή -ό [anekδotikós] Ε1 : που ιστορείται, περιγράφεται με ανέκδοτα: Aνεκδοτική ιστορία. Aνεκδοτική βιογραφία.
[λόγ. < γαλλ. anecdotique < anecdot(e) = ανέκδοτ(ον) -ique = -ικός]
- ανεκδοτικός, -ή, -ό [anek∂otikós] (L)
- relating to, or containing, anecdotes, anecdotal:
- ανεκδοτική βιογραφία, ιστορία |
- ανεκδοτικά στοιχεία |
- τονίστηκε ο ~ χαρακτήρας της διήγησης (Despinis) |
- η πυκνότητα των ανεκδοτικών κειμένων γίνεται μεγαλύτερη (Loukatos) |
- η διατύπωση των παροιμιόμυθων είναι ανεκδοτική (id.)
[fr kath (neol) ανεκδοτικός (Koumanoudis), der of AG ἀνέκδοτος w. suff -ικός]
- relating to, or containing, anecdotes, anecdotal:
- ανέκδοτο το [anékδoto] Ο40 : 1.επεισόδιο ή συμβάν που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο, αλλά η αλήθεια του δεν επιβεβαιώνεται από έγκυρες ιστορικές πηγές: Iστορικό ~. 2. διήγηση ευτράπελου και διασκεδαστικού επεισοδίου: Nόστιμο / πικάντικο / χαριτωμένο / γαργαλιστικό ~. Σκάσαμε στα γέλια από τα ανέκδοτα που έλεγε. ~ σόκιν, άσεμνο. ΦΡ είναι από άλλο ~, για κπ. ή για κτ. που καμία σχέση δεν έχει με ό,τι μας απασχολεί αυτή τη στιγμή.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ανέκδοτος σημδ. γαλλ. anecdote < ελνστ. ἀνέκδοτος]
- ανέκδοτο [anék∂oto] το, (Psichari & Xenop ανέγδοτο) (L)
- ① the state of not yet being published:
- πέτυχε το πρώτο βραβείο παρά το τότε ~ του έργου του (Apostolatos)
- ② humorous story, anecdote:
- απλό, μικρό, όμορφο, χαρακτηριστικό ~ |
- το βασίλειο της όπερας, της ιστορίας και του ανέκδοτου (Ouranis) |
- το πιο ασήμαντο κωμικό ~ δεν είναι απόλυτα εθνικό, αλλά παγκόσμιο (Loukatos) |
- τι ανέγδοτα, τι ιστορίες, τι παραμύθια, τι τραγούδια (Xenop) |
- έλεγε όλο τις ίδιες ιστορίες, τα ίδια τ' ανέγδοτα (Psichari)
[substantiv. n of AG ἀνέκδοτος]
- ① the state of not yet being published:
- ανεκδοτογραφία [anek∂otoγrafía] η, (L)
- the writing of anecdotes:
- απ' την Aναγέννηση ως το 18ο αιώνα η ιστορία είναι ~ (Theodoridis)
[fr kath (neol), cpd of kath ανέκδοτον & combin. form -γραφία; cf ιστοριογραφία]
- the writing of anecdotes:
- ανεκδοτογραφικός, -ή, -ό [anek∂otoγrafikós] (L)
- of writing anecdotes
[fr kath (neol) (Koumanoudis), der of ανεκδοτογράφος w. suff -ικός]
- ανεκδοτογράφος [anek∂otoγráfos] ο, (L)
- writer of anecdotes, anecdotist:
- ο τάδε δεν είναι ιστορικός αλλά ~
[neol, cpd of kath ανέκδοτον & combin. form -γράφος; cf ιστοριογράφος]
- writer of anecdotes, anecdotist:
- ανεκδοτολογία η [anekδotolojía] Ο25 : (συνήθ. μειωτ.) συγγραφή, αφήγηση ή συλλογή ιστορικών ανεκδότων.
[λόγ. ανεκδοτολόγ(ος) -ία]



