Παράλληλη αναζήτηση
| 104 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άζυμο [ázimo] το, relig
- unleavened bread, azyme:
- εορτή των αζύμων feast of unleavened bread
[substantiv. n of άζυμος; το άζυμον also MG; τa ἄζυμα K]
- unleavened bread, azyme:
[Λεξικό Κριαρά]
- άζυμος, επίθ.
-
- Που δεν έχει γίνει με ζύμη:
- ψωμί ανεβατόν …, όχι άζυμον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 262r).
[αρχ. επίθ. άζυμος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει γίνει με ζύμη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άζυμος -η -ο [ázimos] Ε5 : που έγινε χωρίς προζύμι. ANT ένζυμος: Άζυμο ψωμί / κουλούρι. || H γιορτή των Aζύμων, οι οκτώ μέρες του εβραϊκού Πάσχα, κατά τις οποίες τρώγεται άζυμος άρτος.
[λόγ. < αρχ. ἄζυμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άζυμος, -η, -ο [ázimos] (L)
- unleavened (syn χωρίς προζύμι):
- ~ άρτος unleavened bread |
- ο Eλεάζαρ, μ' ένα κομμάτι άζυμο ψωμί στο χέρι, σηκώνεται βαργεστημένος ν' ανοίξη (ChChairop)
- ⓐ Christ church unconsecrated host:
- ~ άρτος
[fr AG ἄζυμος]
- unleavened (syn χωρίς προζύμι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αζύμωτος -η -ο [azímotos] Ε5 : α.(για ψωμί, ζύμη κτλ.) που δε ζυμώθηκε καθόλου ή επαρκώς: Aζύμωτο ζυμάρι / ψωμί. β. (για υγρά) που δεν υπέστη (την απαραίτητη) ζύμωση: ~ μούστος, άβραστος.
[α- 1 ζυμώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζύμωτος, -η, -ο [azímotos]
- ① unkneaded or partly kneaded:
- ζυμάρι αζύμωτο, ψωμί αζύμωτο
- ⓐ trans, region. not having kneaded:
- έμεινε αζύμωτη η θεια με τις κουβέντες
- ② of fluids, unfermented (syn άβραστος 2a):
- ο μούστος είναι ~ ακόμα
[cpd w. ζυμωτός (this in LXX)]
- ① unkneaded or partly kneaded:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αζωγράφιστος -η -ο [azoγráfistos] Ε5 : που δεν έχει ζωγραφιστεί, δεν έχει διακοσμηθεί με ζωγραφιές: Οι αζωγράφιστοι τοίχοι της εκκλησιάς καλύπτονται με φορητές εικόνες.
[α- 1 ζωγραφισ- (ζωγραφίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζωγράφιστος, -η, -ο [azoγráfistos]
- ① unpainted:
- έμεινε το πορτραίτο σας αζωγράφιστο |
- αζωγράφιστο τοπίο unpainted landscape |
- ο ~ θεός του Σπινόζα εικονογραφημένος από τον Oυγκώ (Palam) |
- poem αγνάντια στο αζωγράφιστο, στ' άπιαστο φάντασμά σου (id.) |
- εσύ ατραγούδιστη κ' εσύ αζωγράφιστη πνοή (id.)
- ② unadorned, undecorated w. paintings, frescoes, or designs (syn αδιακόσμητος):
- ταβάνι αζωγράφιστο |
- η εκκλησία θα ήταν πολύ πιο ωραία, αν δεν ήταν αζωγράφιστη
[cpd w. ζωγραφιστός: ζωγραφίζω]
- ① unpainted:
[Λεξικό Κριαρά]
- αζωγράφος ο,
- βλ. ζωγράφος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζώγυρος [azóyiros] ο, (& αζώγυρας & αζώγερας, sp. also αζόγυρος) bot
- bean trefoil, Anagyris foetida (syn ανάγυρος, βρωμοκλάδι, βρωμολυγαριά, βρωμόχορτο):
- prov μη σειής τον αζώγερα |
- poem και σ' είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοΰπνια |...| και γύρω σ' έπνιγαν αζώγυρων περιβόλια (Palam) [fr MG αζώγυρος, this fr *οζώγυρος (cf dial οζώυρο, το) ← οζώ
[δης + ανά]γυρος, wherein οζώδης = δύσοσμος 'foetidus' of the scientific designation; K form ὀνόγυρος = ἀνάγυρος]
- bean trefoil, Anagyris foetida (syn ανάγυρος, βρωμοκλάδι, βρωμολυγαριά, βρωμόχορτο):



