Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΖ
104 εγγραφές [91 - 100]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζωικός -ή -ό [azoikós] Ε1 : (γεωλ.) που δεν έχει ίχνη ζωής: Aζωική περίοδος (της γης). ~ αιώνας, κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ζωή. Aζωικό έδαφος, που δεν έχει ίχνη, απολιθώματα παλαιότερης ζωής.

[λόγ. < γαλλ. azoique < a- = α- 1 + αρχ. ζῷ(ον) -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζωικός, -ή, -ό [azoikós] (L) geol
  • having no life, azoic:
    • αζωική περίοδος της γης, αζωικό έδαφος, ~ αιών (the period before life had evolved)

[cpd w. ζωικός or der άζωος 'lifeless']

[Λεξικό Γεωργακά]
άζωνος, -η, -ο [ázonos]
  • not wearing a belt (syn άζωστος)

[cpd w. ζώνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άζωος -η -ο [ázoos] Ε5 : που δεν έχει ό,τι χαρακτηρίζει τη ζωή, δηλαδή ζωντάνια, κίνηση, ζωηράδα, δράση: Άζωη ζωή. || (μτφ.): Tίποτα δε μας προσφέρει η άπνοη και άζωη διδασκαλία των κλασικών κειμένων, η μοναχά γραμματική και ετυμολογική.

[λόγ. < ελνστ. ἄζῳος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άζωος, -η, -ο [ázoos] (L)
  • ① lacking life, lifeless, dead (syn νεκρός, ψόφιος, άψυχος ant ένζωος):
    • το σύμπαν της αισθητικής εμπειρίας είναι ξέχειλο από ζωή - δεν περιέχει ένζωα και άζωα, ζωντανά όντα και νεκρά αντικείμενα (Papanoutsos)
  • ② fig not lively, lifeless (syn αποναρκωμένος, ψόφιος):
    • να τος ο κάτω κόσμος της νέκρας, όπου η νεκρωμένη αγάπη περεχύνει ακόμη το φως της, για να του δώση κάποιαν άζωη ζωή (Psichari) |
    • την αντιπάθεια ... σταλάζει στη νέα ψυχή για τα κλασικά κείμενα η άπνοη και άζωη, η μοναχά γραμματική και ετυμολογική τους ερμηνεία (Tsatsos) |
    • επιμένουν να ζουν την άζωη ζωή τους με σπαραχτική εγκαρτέρηση (Panagiotop) |
    • άζωες (είναι γι' αυτή) οι μορφές των ανθρώπων (Spandonidis) poem η αβρή και αργή ψυχή μου | άζωη έκανε τη ζωή μου (Melachrinos)

[fr K, PatrG ἄζωος (sense 1) beside ἄζως]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αζώρ [azór] ο,
  • name of dog.
[Λεξικό Κριαρά]
αζωσταράκιν το.
  • Στρατιωτικό ένδυμα που φτάνει ως τα γόνατα:
    • Eνδεδυμένος έτυχον … οξύν αζωσταράκιν (Διγ. Z 3357).

[<προθετ. α‑ + ουσ. ζωσταράκιν <ουσ. ζωστάριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
άζωστος, -η, -ο [ázostos]
  • ① ungirt, without a belt (ant ζωσμένος):
    • άζωστο φόρεμα |
    • ο ιερέας φοράει χιτώνα άζωστο με κοντή χειρίδα (SKarouzou) |
    • ιερέας με ποδήρη άζωστο χιτώνα (id.) |
    • φορεί πέπλο και μακρύ άζωστο απόπτυγμα (id.) |
    • (η Δήμητρα κατενώπιο) με άζωστο πέπλο (id.)
  • ⓐ not girded on (syn ξέζωστος):
    • άζωστο είχε ακόμη το σπαθί
  • ② not divided into sections by a rope barrier, not roped off:
    • άζωστη εκκλησιά

[fr AG ἄζωστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζωτικός, -ή, -ό [azotikós]
  • azotic

[der of άζωτο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άζωτο το [ázoto] Ο40 : χημικό στοιχείο αέριο, άχρωμο και άοσμο, που αποτελεί τα τέσσερα πέμπτα του ατμοσφαιρικού αέρα: Tο ~ θεωρήθηκε αρχικά ακατάλληλο για τη ζωή και γι΄ αυτό ονομάστηκε έτσι.

[λόγ. < γαλλ. azot(e) -ον < a- = α- 1 + “αρχ.” ζωτ- (ζωή), αντί π.χ. άζωον, επειδή “δεν επιτρέπει την αναπνοή” (πρβ. ελνστ. ἄζωτον `χωρίς ζωή΄)]

< Προηγούμενο   1... 7 8 9 [10] 11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες