Παράλληλη αναζήτηση
| 437 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερένιος, -α, -ο [aerénjos] (& αγερένιος)
- in or of air, airy:
- (το οίκοδόμημα τεράστιο κοχύλι) πήρε μορφή ξωτικού αερένιου (KParaschos) |
- poem σε μια στιγμή σ' ένα αγερένιο πήδημα, | μέσ' του χορού το πέταγμα, | δυο χείλια σμίγουνε ... (Karyotakis) |
- κ' εγώ με την αρμονική μου λύρα |...| πάλι τον αγερένιο σας χορό | θα συνοδέψω κλ (Skipis) |
- σε μια λεύκα θα γείρω από κάτου | με μισόκλειστα μάτια κ' εκεί | σ' αερένια θα πιω μουσική | τη χαρά του θανάτου (Malakasis)
[der of αέρας w. suff -ένιος]
- in or of air, airy:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αέρηδες [aéri∂es] οι,
- Tower of the Winds, anc monument in Athens at N foot of the Acropolis, a temple of god Aiolos, called πύργος (ωρολόγιον) του Aνδρονίκου Kυρρήστου; also the district around the monument:
- η γωνιά τούτη της γης ανάμεσα Iλισό και Aέρηδες (Terzakis)
[fr pl αέρηδες of noun αέρας 'wind', q.v.]
- Tower of the Winds, anc monument in Athens at N foot of the Acropolis, a temple of god Aiolos, called πύργος (ωρολόγιον) του Aνδρονίκου Kυρρήστου; also the district around the monument:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αέρι το [aéri] & αγέρι το [ajéri] Ο44α : (λογοτ.) ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι: T΄ ~ της αυγής / της θάλασσας. Εφούσκωνε τ΄ ~ λευκότατα πανιά.
[μσν. αέριν, *αγέριν υποκορ. του αέρ(ας), αγέρ(ας) -ι(ο)ν]
[Λεξικό Κριαρά]
- αέρι το,
- βλ. αέριον.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αέρι [aéri] το, (& αγέρι)
- ① light or soft wind, breeze (syn in αεράκι):
- τ' ανοιξιάτικο αγέρι or της άνοιξης τ' αγέρι |
- τ' αγέρι του βουνού, βουνήσιο ~ |
- το καθαρό ~τηςεξοχής |
- βραδινό, πρωινό ~ |
- δροσερό, κρύο α(γ)έρι |
- φυσά ένα ~ελαφρό |
- ~τηςθάλασσας, του πελάγου, του Bοσπόρου, του Σαρωνικού |
- φυσούσε ~σιγαλό (Psichari) |
- (το σώμα της) ανασαίνει βαθιά το θαλασσινό ~(Theotokas) |
- τον εχτύπησε τ' ~καισυνέφερε (Eftaliotis) |
- poem της αυγής δροσάτο ~, | δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο (Solom) |
- εφούσκωνε τ' ~, λευκότατα πανιά (id.) |
- χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι (Drosinis) |
- κι αλήθεια· τίποτα δε ζη | στο ~όσον ο κόρακας (Sikel) |
- το πλοίο ...| μάς καρτερεί και πρίμο πνέει τ' ~ | του άγιου ρυθμού (Gryparis) |
- το μυρόλουστο ~ σου | λίγες μέρες ανάπνεψα στην αγκαλιά σου (Skipis) |
- τ' ~ πνέει σα ν' άνοιξεν η θύρα | του παραδείσου (Karyotakis) |
- έτρεμα μη πνοή αγεριού στον ουρανό σε πάρη (Ritsos) |
- και οι ώρες σα ν' αγρίεψαν. Tο λάλο τους αγέρι | σ' ανεμοβρόχι εγύρισε (LAlexiou)
- ⓐ fig change, new state of affairs, new situation:
- από την Iταλία φυσά ένα καινούργιο αγέρι |
- η Aναγέννηση ολοκληρώνεται (LPolitis) |
- poem τ' άχαρο ~τηςζωής παράξενο είχε γίνει (Malakasis)
- ② climatic condition, climate (syn αέρας 2b):
- πάμε στο βουνό για τ' ~ |
- δεν τον σηκώνει το ~ του χωριού μας |
- (το άρρωστο κορίτσι είναι) καλύτερα, την ωφέλησε το ~ (Nirvanas)
[fr MG αέριν (cf Mod. Cypr. αέριν, αγέριν) ← MG αέριον (C. Porphyrogen.) ← K *ἀέριον, dimin of ἀήρ]
- ① light or soft wind, breeze (syn in αεράκι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεριαγωγός ο [aeriaγoγós] Ο17 : αγωγός για τη διοχέτευση αερίων· (πρβ. αεραγωγός).
[λόγ. αερι(ο)- + αγωγός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριζόμενος, -η, -ο [aerizómenos] (L)
- being aired or ventilated or airing or ventilating o.s. (syn αερινός 1b)
[prp mediop of αερίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερίζω [aerízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : α.εκθέτω κτ. στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια στο μπαλκόνι για να αεριστούν, να πάρουν αέρα. β. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε πόρτες και παράθυρα, για να αερίσει το δωμάτιο. Οι χώροι εργασίας πρέπει να αερίζονται καλά.
[μσν. αερίζω < αέρ(ας) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀερίζω `είμαι (λεπτός) σαν αέρας΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αερίζω.
-
- Eκθέτω στον αέρα:
- στον άνεμο σκορπίζει … έμορφες πλεξίδες κι αερίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1068]).
[<ουσ. αέρας + κατάλ. ‑ίζω· πβ. ανεμίζω. Άσχ. το μτγν. αερίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Eκθέτω στον αέρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερίζω [aerízo] (& rare αγερίζω) aor αέρισα, mediop αερίζομαι, aor αερίστηκα, ppp αερισμένος
- ① expose to the (fresh) air, let fresh air into, to air (syn βγάζω στον αέρα, εξαερίζω):
- αερίζει τα σεντόνια το πρωί |
- τα ρούχα αερίζονται ταχτικά |
- άνοιξα τα παράθυρα ν' αεριστή το δωμάτιο |
- το υπόγειο δεν αερίζεται αρκετά |
- ευωδιές από το περιβόλι αερίσανε μέσα όμοια με σιγαλές αναπνοές μικρών παιδιών (Pasagiannis)
- ⓐ mediop freshen o.s. (syn παίρνω τον αέρα μου):
- βγαίνω έξω να αεριστώ
- ② freshen by causing movement of the air, fan etc (syn δροσίζω με αέρα, κάνω αέρα):
- αέρισέ με με τη βεντάλια fan me |
- αερίστε το πρόσωπο του παιδιού |
- αερίζονταν η κυρία με ριπίδι, με την τσάντα |
- αερίζονταν ο κύριος με το ψάθινο καπέλο |
- poem ω, το βιβλίο που τραγουδάει και σαν το ξεφυλλίζεις, | κάποια φτερά σ' αερίζουνε και κάτι αλαφρογγίζεις | σαν από μυστική πηγή (Palam) |
- ... ανάγερτη φαντάζει | σα ρήγισσα κοιμάμενη σκλαβί που την αερίζει (Melachrinos) |
- αερίζεις, θρήνε, μια φωτιά σε σκοτεινή ατμόσφαιρα (Malakasis)
[fr MG αερίζω, der of αέρας; cf AG, K ἀερίζω 'be like air']
- ① expose to the (fresh) air, let fresh air into, to air (syn βγάζω στον αέρα, εξαερίζω):



