Παράλληλη αναζήτηση
| 22 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεικίνητος -η -ο [aikínitos] Ε5 : α.που κινείται, που ενεργεί πάντοτε και αδιάκοπα· δραστήριος: ~ άνθρωπος. Aεικίνητο βλέμμα. β. (ως ουσ.) το αεικίνητο, μηχανή που θα μπορούσε να παράγει ενέργεια αδιάκοπα και χωρίς δαπάνη και που η κατασκευή της σήμερα είναι αδύνατη.
[λόγ.: α: αρχ. ἀεικίνητος· β: σημδ. νλατ. perpetuum mobile]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεικίνητος, -η, -ο [aicínitos]
- ① in perpetual motion, ever moving (syn διαρκώς κινούμενος, που είναι σε συνεχή κίνηση):
- αεικίνητα όντα |
- ένα αεικίνητο πλήθος σκουλήκια a seething mass of worms αεικίνητα πόδια or χέρια restless feet or hands |
- το μάτι του αεικίνητο (Palam) |
- είναι άνθρωπος ζωηρός και ~ |
- ~, με όλα του τα γεράματα, πηγαινοερχότανε από το εργαστήρι του (Nirvanas) |
- ύμνησε τη λεύκα, με την αεικίνητη φυλλωσιά, γιατί του μοιάζει (Melas) |
- φύση αεικίνητη, σε αέναη ροή (Tatakis) |
- η αεικίνητη λάμψη των φλογών παρουσίαζε ... τις εξαίσιες προεξοχές του σώματός της (Theotokas)
- ② synecd restless, fidgety, tireless, indefatigable, highly active (syn ανήσυχος, ακούραστος, ενεργητικός, δραστήριος, φίλεργος, ant αδρανής, βραδυκίνητος, οκνός):
- είναι πολιτικός ~ |
- ένα αεικίνητο πνεύμα ελευθερίας και τόλμης (Theotokas)
[fr AG, K, MG ἀεικίνητος]
- ① in perpetual motion, ever moving (syn διαρκώς κινούμενος, που είναι σε συνεχή κίνηση):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αείμνηστος -η -ο [aímnistos] Ε5 : (για νεκρό) που αξίζει να μείνει παντοτινά στη μνήμη των ανθρώπων· (πρβ. αλησμόνητος): Tα ονόματα των αείμνηστων ευεργετών.
[λόγ. < αρχ. ἀείμνηστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αείμνηστος, -η, -ο [aímnistos] (L)
- of everlasting remembrance, ever memorable, unforgettable (syn άξιος παντοτινής μνήμης, αλησμόνητος, αξέχαστος, L αοίδημος):
- ο ~ διδάσκαλος the unforgettable master |
- ο ~ φίλος μας |
- οι αείμνηστοι γονείς μου |
- τιμούμε τους αείμνηστους αγωνιστές της επαναστάσεως του 1821 |
- ~ μέγας πολιτικός
[fr MG ← K, AG ἀείμνηστος]
- of everlasting remembrance, ever memorable, unforgettable (syn άξιος παντοτινής μνήμης, αλησμόνητος, αξέχαστος, L αοίδημος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aειπάρθενος η [aipárθenos] Ο36 : προσωνυμία της Παναγίας που έμεινε για πάντα αγνή και παρθένος.
[λόγ. < αρχ. ἀειπάρθενος, ελνστ. για την Παναγία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αειπάρθενος, επίθ.· αειπαρθένος.
-
- (Προκ. για την Παναγία) που παρέμεινε παρθένα:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 75r).
[αρχ. επίθ. αειπάρθενος. Ο τ. στο Somav.]
- (Προκ. για την Παναγία) που παρέμεινε παρθένα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αειπάρθενος [aipárθenos] f adj
- ① ever virgin, in anc hist usu of priestesses, in Christ rel of the mother of Jesus, i.e. an epithet of the Holy Virgin:
- eccl (L) πρεσβείαις της αειπαρθένου Mαρίας (benediction) |
- την αειπάρθενο Θεοτόκο, την αειπάρθενο μητέρα του υιού του Θεού |
- poem απρόσιτες γυναίκες, δεσποτικές, αυταρχικές, αειπάρθενες, | φίλες της νύχτας κλ (Ritsos)
- ⓐ synecd of the inventor of chemical reproduction of humankind:
- δεν άργησε ... ο Kυρ-Γιαννάκης ο ~ εφευρέτης της χημικής αναπαραγωγής του ανθρώπινου γένους (Myriv)
- ② as a name, η Aειπάρθενος the Holy Virgin:
- στην αειπάρθενο που συμβολίζει όλη τη γοητεία και τη δύναμη, την άφταστην ωραιότητα, κλ, δεν άναψα ποτέ το κερί του πιστού (Palam) |
- poem να ιδώ την Aειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της | πώς εκοκκίνησε καθώς πρωτόειδε το μικρό της (id.)
[fr K, PatrG ἀειπάρθενος; on pap 7th c. AD -θένος]
- ① ever virgin, in anc hist usu of priestesses, in Christ rel of the mother of Jesus, i.e. an epithet of the Holy Virgin:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αείποτε [aípote] επίρρ. : (λόγ.) πάντοτε.
[λόγ. αεί + αρχ. ποτέ `κάποτε΄ κατά το ουδέποτε]
[Λεξικό Κριαρά]
- αείποτε, επίρρ.· αείποτες.
-
- Πάντοτε:
- αείποτες έναι οργίλος εις πάσα έναν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 369v).
[αρχ. συνεκφ. επιρρ. αεί + ποτέ]
- Πάντοτε:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αείροο [aíroo] το,
- the state of continual flow:
- μονάχα η συνείδηση του εγώ μας λυτρώνει ... αυτό το ~ μάς επιτρέπει ν' αντικρύζουμε τον κόσμο σαν από σκοπιά σταθερή (Panagiotop)
[fr K ἀείροος]
- the state of continual flow:



