Παράλληλη αναζήτηση
| 34.706 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάτευτος -η -ο [aváteftos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για ζώα) που δε γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του: Aβάτευτη φοράδα.
[α- 1 βατεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάτευτος, -η, -ο [aváteftos]
- ① (of female animals) non-copulating, unmated (syn αμαρκάλιστος)
- ② unfertilized:
- αβάτευτο αβγό.
[Λεξικό Κριαρά]
- αβατζάρω,
- βλ. αβαντζάρω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβατιακός, -ή, -ό [avatjiakós]
- of an abbey:
- αβατιακή εκκλησία του Bέρντεν (Kanellop).
- of an abbey:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάτο [αváto] το, (sp. also αββάτο) = αβαείο (s. this)
- :
- poet στου Γουεστμίστερ το βουβό και σκυθρωπό ~(Ouranis)
[fr *αββάτον, der of αββάς, cf πρωτάτον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβατο [ávato] το, (& L άβατον) relig
- ① inaccessible place such as the cella of a temple, the adytum from which the profane were excluded (syn άδυτο)
- ② inaccessibility of a place:
- ~ναού |
- το ~των μοναστηριών (Papantoniou) |
- παραβίαση του αβάτου αρκετά τολμηρή (id.)
[fr AG ἄβατον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβατος -η -ο [ávatos] Ε5 : 1.(για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε· αδιάβατος, απάτητος, απρόσιτος: Άβατη γη. ~ τόπος. Άβατο βουνό / δάσος. Άγρια κι άβατα φαράγγια. 2. (εκκλ.) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν: Tο ιερό των χριστιανικών ναών είναι άβατο για τις γυναίκες. Άβατο μοναστήρι, στο οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άτομα του ενός από τα δύο φύλα. || (ως ουσ.) το άβατο, ο αντίστοιχος απαγορευτικός θεσμός: Γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα προσπάθησε να παραβιάσει το άβατο του Aγίου Όρους.
[λόγ. < αρχ. ἄβατος, ελνστ. τό ἄβατον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβατος, -η, -ο [ávatos]
- ① which cannot be walked over, untrodden (syn αδιάβατος):
- άβατη γη, άβατη διάβαση |
- άβατα βοσκοτόπια, άβατα στενά φαράγγια
- ② impassable, inaccessible (syn L απρόσιτος):
- ~ τόπος, άβατα όρη, άβατες κορφές, άβατο δάσος virgin forest |
- poet βουτηχτής στον άβατο | βυθό να φτάσω (Gryparis).
- ① which cannot be walked over, untrodden (syn αδιάβατος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβατσίνιαστος -η -ο [avatsínastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον μπόλιασαν με δαμαλίδα· αβατσίνωτος.
[α- 1 βατσινιασ- (βατσινιάζω) -τος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβατσίνωτος -η -ο [avatsínotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον μπόλιασαν με δαμαλίδα· αβατσίνιαστος.
[α- 1 βατσινώ(νω) -τος]



