Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Έι
320 εγγραφές [311 - 320]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισχωρώ [isxoró] Ρ10.9α : (λόγ.) έρχομαι, κινούμαι προς το εσωτερικό (χώρου, όγκου, σώματος κτλ.)· εισέρχομαι, μπαίνω μέσα: Kατόρθωσαν να εισχωρήσουν στο εχθρικό έδαφος, σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων. H θάλασσα εισχωρεί βαθιά μέσα στη στεριά.

[λόγ. < ελνστ. εἰσχωρῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
είσω, επίρρ.,
βλ. έσω.
[Λεξικό Κριαρά]
είτα, επίρρ.
  • 1) Μετά, έπειτα, ύστερα:
    • (Κορων., Μπούας 61).
  • 2) (Με το και ως σύνδ.) έτσι και:
    • είτα και θέλεις κούρταλα θες τα ’χει καθημέρα (Δεφ., Λόγ. 570).

[αρχ. επίρρ. είτα. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ειτακαιδέ, σύνδ.· ειτακαιδές.
  • Ειδεμή:
    • αν πρέπει ν’ ανιμένω … ειτακαιδές παγαίνω (Φαλιέρ., Ιστ. 320).

[συμφ. των εκφρ. είτα και (είτε και) + είτα δε (είτε δε)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
είτε [íte] σύνδ. διαχ. : συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης επαναλαμβανόμενος και στα δύο μέλη, για να δηλώσει ότι η παραδοχή του ενός ή του άλλου νοήματος είναι αδιάφορη για τον ομιλητή· ή: ~ κερδίσεις ~ χάσεις, δε με νοιάζει. || για να δηλώσει πολλαπλή δυνατότητα: Θα συζητήσουν ~ πριν ~ μετά το μάθημα. || ~ θάνατος ~ λευτεριά. Ένας θα χάσει· ~ εσύ ~ αυτός.

[αρχ. εἴτε]

[Λεξικό Κριαρά]
είτε, σύνδ.
  • 1) Είτε:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54036).
  • 2) Εάν, όταν:
    • (Σπαν. (Ζώρ.) V 583).
  • 3) Έκφρ. είτε και = σε περίπτωση που, εάν:
    • (Σπαν. (Ζώρ.) V 293).
  • 4) Έκφρ. είτε δε = αλλιώς, ειδεμή:
    • (Χρον. σουλτ. 372).
  • 5) Ότι (ειδικό):
    • το δίκαιον ορίζει είτε ο δανειστιός … να τον πλερώσει τό του χρεωστεί (Ασσίζ. 6510).

[αρχ. σύνδ. είτε. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έιτζ το [éidz] Ο (άκλ.) : σοβαρότατη ασθένεια που συνίσταται στην πλήρη εξασθένηση της ανοσοποιητικής άμυνας του οργανισμού· σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας: Φορέας του ~. Iός του ~.

[αγγλ. αρκτικόλ. A(cquired) I(mmune) D(eficiency) S(yndrome)]

[Λεξικό Κριαρά]
είτι, αντων.· είτιν· ούτι.
  • α) Ό,τι, όσο:
    • (Λίβ. Sc. 1752
    • (με το και α(ν) πριν ή μετά το είτι):
      • να μου λέγεις, Δέσποινα, είτι και α σε ρωτήσω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 997
  • β) (έναρθρο) τι:
    • Τότες το είτι εγένηκε εγώ ουδέν το είδα (Διήγ. ωραιότ. 153).

[συνεκφ. εί τι (αρχ.). Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
είτις, αντων.
  • Όποιος:
    • (Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 29).

[συνεκφ. ει τις (αρχ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειωθός το [ioθós] Ο : (λόγ.) στην απαρχαιωμένη επιρρηματική έκφραση κατά το ~ ή, συνηθέστερα, κατά τα ειωθότα, όπως συνηθίζεται, κατά τα συνηθισμένα.

[λόγ. < αρχ. εἰωθός]

< Προηγούμενο   1... 28 29 30 31 [32]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες