Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άσο
46 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασοβάντιστος, -η, -ο [asovádistos] (& ασουβάντιστος & ασοβάτιστος)
  • unplastered (syn απαλάμιστος b, ant σοβαντισμένος):
    • ασοβάντιστη εκκλησία |
    • ασοβάντιστο σπίτι |
    • οι χαμηλοί λιθόχτιστοι τοίχοι ήταν ασοβάντιστοι και άχριστοι (Floros)

[cpd w. *σοβαντιστός (: σοβαντίζω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασοβάρευτος, -η, -ο [asováreftos]
  • not serious, unserious, not serious-minded (syn ασόβαρος, ant σοβαρός):
    • ασοβάρευτο πρόσωπο |
    • η σοβαρή κριτική πρέπει να είναι εξίσου σοβαρή και με τα σοβαρά και με τ' ασοβάρευτα έργα (Athanasiadis-N) |
    • η ιστορία παρουσιάζεται πολύ συχνά σα μια σειρά ασοβάρευτες πράξεις (Panagiotop)

[cpd w. *σοβαρευτός (: σοβαρεύω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασόβαρος, -η, -ο [asόvaros] s. ασοβάρευτος
:
  • ασόβαρη υπόθεση |
  • poem ε ρε ντροπές, που παθαίνουν ασόβαροι ηγέτες, όταν ασόβαροι σαν κι αυτούς τους παίρνουνε στα σοβαρά (Apostolidis)

[cpd w. σοβαρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασοβάτιστος -η -ο [asovátistos] & ασοβάντιστος -η -ο [asovádistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σοβατίσει: Όλοι οι τοίχοι είναι σοβατισμένοι, μόνο ένας έμεινε ~.

[α- 1 σοβατισ- (σοβατίζω), σοβαντισ- (σοβαντίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσογος, -η, -ο [ásoγos]
  • of humble ancestry, lowly (syn αγενής 1, ασόιστος, ant ευγενής, σοϊλής):
    • παντρεύτηκε με άσογο άντρα |
    • poem ~,άσπιτος, παράνομος, που χαίρεται, αν ξεσπάσει | σε φίλους και δικούς ανάμεσα ξεφρενιασμένη αμάχη (Homer Il 9.63 Kaz-Kakr)

[cpd w. combin form -σογο, this der of σόι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασόδιαστος -η -ο [asóδjastos] Ε5 : για (φυτική) παραγωγή που δεν την έχουν σοδιάσει, που δεν έγινε η συγκομιδή της.

[α- 1 σοδιασ- (σοδιάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασόδιαστος, -η, -ο [asό∂jastos]
  • unharvested, ungathered, unpicked (syn αμάζευτος 1):
    • ασόδιαστη σταφίδα |
    • ασόδιαστα φασόλια

[fr postmed (Somavera) ασόδιαστος, cpd w. σοδιαστός, der of εισοδιάζω 'come in' (of revenue), OT]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασόδυο το [asóδio] Ο41 : ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει ένα και το άλλο δύο: Έφερα ένα ~.

[άσ(ος) -ο- + δύο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασόδυο [asό∂io] το,
  • combination of ace and deuce (cards, dice, dominoes):
    • phr τα 'φερα ~ I was unlucky, I failed

[cpd of άσος & δύο; cf ασότριο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασόιστος, -η, -ο [asόistos] region. = άσογος

[cpd w. *σοϊστός (: σόι)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες