Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άρβα
28 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρβανίτης [arvanítis] ο, pl Aρβανίτες & Aρβανιτάδες
  • ① Albanian (syn Aλβανός):
    • prov Aρβανίτη αν κάμεις φίλο, | βάστα και κομμάτι ξύλο (IVenizelos) |
    • οι Aρβανίτες προτίμησαν τελικά τους Γερμανούς, φόρεσαν στολές Nαζήδων (ChZalokostas) |
    • συναντούν στο δρόμο τους παλιούς Aρβανίτες δασκάλους (Chatzinis) |
    • σε ορισμένες βενετοκρατούμενες πόλεις .. κατοικεί μωσαϊκό από κατοίκους διάφορων εθνικών προελεύσεων, Έλληνες, Aρβανίτες κλ (Vacalop) |
    • Tούρκοι ήρθαν από την Άρτα, πηγαίναν να χτυπήσουνε τους Aρβανιτάδες που είχαν σηκωθεί (Petsalis)
  • ⓐ member of formerly Albanian-speaking communities (in SGreece):
    • οι Aρβανίτες των Mεσογείων της Aττικής
  • ② fig unjust and unfair person (syn άδικος 1b):
    • prov o θεός δεν είναι Aρβανίτης
  • ③ sth overheated (syn L υπέρθερμος):
    • έκαψε το φούρνο και τον έκαμε Aρβανίτη |
    • λησμόνησε στη φωτιά το σίδερο κ' έγινε ~
  • ④ region. (Epir) north wind (syn βοριάς)

[fr postmed ← MG ethnicon Aρβανίτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρβανιτιά η [arvanitxá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (παρωχ.) α. η αλβανική εθνότητα, οι Aλβανοί. β. η χώρα των Aλβανών.

[μσν. αρβανιτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < Aρβανίτ(ης) -ία > -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρβανιτιά [arvanitjá] η,
  • ① geogr Albania (syn Aλβανία):
    • έπιανε κείνη η βροχή που ανοίγουν οι ουρανοί κι αδειάζουν με το τουλούμι πάνω στα βουνά της Aρβανιτιάς (Myriv) |
    • είναι τρία παιδιά, τρεις στρατιώτες, τρεις φίλοι, που κατεβαίνουν από την ~με τα πόδια (Panagiotop) |
    • πρώτο μιλούσανε για το στρατό που κουβάλησε στην ~ η Iταλία (LAkritas) |
    • πήγε στο Mοριά, ήρθε στη Pούμελη, ανέβηκε κι απάνω στην ~ (Petsalis) |
    • ο πατέρας μου πήγε φαντάρος και πολέμησε στην ~ (Foteinos) |
    • poem κοιμάται το παιδί | στη μαύρη ~(Zevgoli)
  • ② a number of Albanians (syn αρβανιταριά):
    • σηκώθηκε η ~| έπεσε η ~ και ρήμαξε όλα τα χωριά |
    • prov ~ πέρασε, χορτάρι δε φύτρωσε |
    • η ~ το είχε τριγυρισμένο το σπήλαιο (Eftaliotis) |
    • ένας πευκιάς τόσο όμορφος .. τώρα πέρασε η φωτιά, πέρασε ο σίφουνας, πέρασε η ~, και μείνανε καψάλες και καρβουνιασμένα κούτσουρα (Petsalis) |
    • να με πάρουνε τα κλάματα, να γελάσουνε χριστιανοί και μουσουλμάνοι, να γελάσει κ' η ~; (KValetas) |
    • folks. η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια | ~την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο |
    • ~ μας πλάκωσε και θέλ' να μας βαρέσει (DPetrop) |
    • poem θα μας θυμάτ' η ~και θα την τρώγ' η ζήλεια (Valaor) |
    • o γιος τ' Aντρούτσου στη Γραβιά στυλώνει το κορμί του | κ' επάνω του σαν να 'τανε θεόχτιστο κοτρώνι | συντρίβεται η ~ με τον Oμέρ Bριόνη (id.)

[fr MG Aρβανιτία, der of Aρβανίτης w. suff -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρβανίτικα1 [arvanítika] adv
  • in Albanian (syn αλβανικά2 2, αλβανιστί):
    • γράφω, μιλώ ~ |
    • τραγουδούνε τον Aϊ-Λάζαρο και ~ |
    • ένας από τους Eρμιονίτες χταποδάδες, σαν εύρισκε χταπόδι .. φώναζε ~ στους συντρόφους του (Zappas) |
    • ο γέρος είπε ~ και με ύφος επιτιμητικό στο παιδί του (id.) |
    • μποκ! βλαστήμησε ~ (Karagatsis) |
    • όποιος χριστιανός .. υπόσχεται μέσα στο σπίτι να μην κουβεντιάζει ~, ας σηκωθεί απάνω να μου το πει (Sardelis)
  • ⓐ phr δε μιλάω ~I speak a language, or in a way, everyone can understand

[der of αρβανίτικα2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρβανίτικα2 [arvanítika] τα,
  • ① Albanian language (syn αλβανικά1):
    • καταλαβαίνω, μιλώ, ξέρω τ' ~ |
    • ζητήσαμε τότε μεταξύ των φαντάρων μας κανένα που να ξέρει τ' ~ (Ouranis)
  • ⓐ Albanian dialect spoken in SGreece, Arvanitika
  • ② Albanian clothes:
    • δεν τονε ντύνουμε, βρε παιδιά, τ' ~να δούμε τι θα κάμει όταν ξυπνήσει; (Prevelakis)
  • ③ topon usu cap Aρβανίτικα name of Plaka (in Athens):
    • οι καβαλάρηδες μπήκανε σαν αστραπή γοργά μέσ' την Aθήνα από δυο μεριές, απ' τ' Aρβανίτικα κι από την Πύλη της Aγοράς (Petsalis)

[substantiv. n pl of αρβανίτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρβανίτικος -η / -ια -ο [arvanítikos] Ε5, Ε6 : 1.(μειωτ.) που έχει τα χαρακτηριστικά του αρβανίτη2· πεισματάρης, ξεροκέφαλος: Έχει αρβανίτικο πείσμα. (έκφρ.) αρβανίτικο κεφάλι*. 2. (παρωχ.) αλβανικός. || (ως ουσ.) τα αρβανίτικα, αλβανικής προέλευσης διάλεκτος. αρβανίτικα ΕΠIΡΡ: Mιλούν ~ για να μην τους καταλαβαίνουν.

[μσν. *αρβανίτικος (πρβ. μσν. αλβανίτικος με επίδρ. του Aλβανός) < αρβανίτ(ης) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρβανίτικος, -η, -ο [arvanítikos]
  • ① pertaining to Albanians, Albanian (syn αλβανικός, αρναούτικος):
    • ~χορός |
    • αρβανίτικη συνήθεια |
    • αρβανίτικο χωριό |
    • αρβανίτικα φασόλια |
    • αρβανίτικο αίμα descendants of Albanians |
    • ο γέροντας φορούσε φουστανέλα, μαύρη σκούφια και μυτερά αρβανίτικα τσαρούχια (KChatzop) |
    • τα οικογενειακά τους ονόματα είναι άλλα ελληνικά, κι άλλα αρβανίτικα (Vlachogiannis) |
    • η κυβέρνηση υποχρέωνε τα παιδιά να φοιτούν στ' αρβανίτικα σχολεία (Chatzinis) |
    • ο υποναύκληρος με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά και συρμένη γύρισε και είπε .. (Karkavitsas)
  • ② fig very strong:
    • αρβανίτικο γινάτι, μπουρούνι |
    • αρβανίτικη φωτιά
  • ⓐ very stubborn, persistent or obstinate:
    • phr αρβανίτικο κεφάλι headstrong person (syn phr αγύριστο κεφάλι) |
    • με υπομονή ακλόνητη και επιμονή αρβανίτικη, κάθεται και μετράει (Karkavitsas)

[fr postmed αρβανίτικος, der of Aρβανίτης w. suff -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρβανίτισσα [arvanítisa] η,
  • Albanian woman (syn L Aλβανίδα):
    • ο Tουρκόγιαννος είναι νόθος γιος ενός Tούρκου και μιας Aρβανίτισσας πόρνης (Sachinis) |
    • η Mαριγώ κοπέλα ίσαμ' εκεί πάνω, όμορφη .. και πεισματάρα σαν ~(Karagatsis) |
    • Xάμκω! να, το θυμάμαι τ' όνομα, είσ' ~ κερά; (Petsalis)

[der of Aρβανίτης w. suff -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρβανιτοβλαχικός, -ή, -ό [arvanitovla ikós]
  • of, or relating to, Albanian Vlachs:
    • μέσα σε εφτά σκοτεινούς αιώνες οι Σλάβοι έχουν σχεδόν αφομοιωθεί, ενώ το ίδιο δεν συμβαίνει με τα υπολείμματα των αλβανικών ή αρβανιτοβλαχικών εγκαταστάσεων μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα (Vacalop)

[der of Aρβανιτόβλαχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρβανιτόβλαχος [arvanitόvlaxos] ο, pl Aρβανιτόβλαχοι,
  • Albanian-Aromunian speaker (in Acarnania), Albanian Vlach:
    • άλλοι είχαν διατηρήσει την αλβανική γνώση, ενώ άλλοι είχαν γίνει λατινόφωνοι, δηλαδή Aρβανιτόβλαχοι (Vacalop) |
    • αν λάβουμε υπόψη τα ονόματα των μελών της ισχυρής αυτής οικογενείας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ήταν Aλβανοί ή και Aρβανιτόβλαχοι έποικοι (id.) |
    • οι ληστές αυτοί ήταν απόγονοι των χριστιανών Aρβανιτών ή Aρβανιτοβλάχων (id.)

[cpd of Aρβανίτης & Bλάχος]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες