Combined Search
| 437 items total [131 - 140] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριογκορτσιά [aγriogortsjá] η, region. & bot
- a kind of wild pear, Pyrus amygdaliformis (syn in αγριαπιδιά 1):
- folkt ηύρε μιαν ~ κ' έκατσε στη ρίζα της (Megas)
[cpd w. γκορτσιά]
- a kind of wild pear, Pyrus amygdaliformis (syn in αγριαπιδιά 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριογλωσσοφωνίζω.
-
- Φωνάζω άγρια, ξεφωνίζω:
- (Λίβ. (Lamb.) N 210).
[<επίρρ. άγρια + ουσ. γλώσσα + φωνίζω]
- Φωνάζω άγρια, ξεφωνίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριογνώριμος, επίθ.
-
- Που φαίνεται φοβερός, άγριος:
- ’ς τόπον αγριογνώριμον μόνον μηδέν μ’ αφήσεις (Πικατ. 175).
[<επίθ. άγριος + γνώριμος]
- Που φαίνεται φοβερός, άγριος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριογουρούνα [aγriογurúna] η,
- female of the wild boar, Sus Europaeus (syn in αγριογούρουνο)
[cpd w. γουρούνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριογούρουνο το [aγrioγúruno] Ο41 : άγριο γουρούνι που ζει στα δάση· αγριόχοιρος: Kυνηγήσαμε αγριογούρουνα. || το (μαγειρεμένο) κρέας του ζώου αυτού: Φάγαμε ~ γαρνιρισμένο με πατάτες.
[μσν. αγριογούρουνον < αγριο- + γουρούν(ι) -ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριογούρουνο [aγrioγúruno] το, zoo
- wild boar, Sus Europaeus, Sus scrofa (syn αγριόχοιρος, κάπρος):
- ζαρκάδια, ελάφια... και τα μικρά αγριογούρουνα είναι η συνηθισμένη τροφή των λύκων (MManiatop) |
- συνήθεια ήταν να συνοδεύουν τους άντρες τους σε κυνήγι αγριογούρουνων (NPapachatzis) |
- φώναζαν... σα να πολεμούσανε να φευγατίσουν τη φωτιά με τα χουγιαχτά, όπως τ' αγριογούρουνα στα δάση (Myriv) |
- ρωτούσε πού θα μπορούσε να δώση να του ταριχεύσουν το κεφάλι του αγριογούρουνου (Ouranis) |
- poem στένοντας τα λημέρια τους εκεί που λημεριάζουν | οι λύκοι, τ' αγριογούρουνα, διωγμένοι ολούθε κλ (Palam)
[fr late MG αγριογούρουνον, cpd w. MG γουρούνιν; cf MG αγριοχοίριδο]
- wild boar, Sus Europaeus, Sus scrofa (syn αγριόχοιρος, κάπρος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριογούρουνον το.
-
- Aγριογούρουνο:
- (Aιτωλ., Mύθ. 531).
[<επίθ. άγριος + ουσ. γουρούνι. H λ. (‑ο) στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aγριογούρουνο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριογυναίκα [aγrioyinéka] η,
- ① woman of wild appearance:
- όταν είδε την ~ το παιδί, του κόπηκε το αίμα
- ② woman of rude manners, coarse, vulgar (cf αγριάνθρωπος)
[cpd w. γυναίκα]
- ① woman of wild appearance:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριοδάμαλο(ν) το.
-
- Άγριο δαμάλι:
- αγριοδάμαλων δέρματα (Θησ. Ϛʹ [371]).
[<επίθ. άγριος + ουσ. δαμάλι. H λ. (‑ο) και σήμ. ιδιωμ.]
- Άγριο δαμάλι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοδαμασκηνιά [aγriο∂amascinjá] η, bot
- wild plum tree, damson, bullace, Prunus insititia (syn in αβραμυλιά) .



