Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άβα
139 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβάκα2 [aváka] η,
  • Ion Islands, Peloponn.
  • ① cards partnership:
    • κάναμε ~ στο παιχνίδι αυτό we formed a partnership in this game
  • ② agreement:
    • έχουμε ~ να πάμε εκδρομή το Σαββατοκύριακο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβακας ο [ávakas] Ο5 : I1.κατάλληλα διαμορφωμένη επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σε επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκάκι, τάβλι. 2. (αρχιτ., αρχαιολ.) η πλάκα που αποτελεί το επάνω μέρος του κιονοκράνου. II1. (παρωχ.) αριθμητήριο. 2. (παρωχ., μαθημ.) πίνακας που επιτρέπει εύκολους υπολογισμούς (μαθηματικές πράξεις, εξισώσεις). || (στρατ.) άβακες τροχιών / βλητικών συναρτήσεων.

[λόγ.: I1, II: αρχ. ἄβαξ, αιτ. -ακα· Ι2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβακας [ávakas] ο,
  • ① abacus; calculation chart (syn υπολογιστικός πίνακας)
  • ② archit abacus
  • ③ chessboard (syn σκακιέρα):
    • σκυμμένος άλλοτε στου ζατρικιού τον άβακα
  • ④ milit άβαξ τροχιών trajectory chart

[fr AG ἄβαξ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβάκιο το [avákio] Ο40 : (λόγ.) μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί μαθητές.

[λόγ. < αρχ. ἀβάκιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβάκιο [avácio] το, (L)
  • ① little abacus; mathem & statist chart, nomogram
  • ② chessboard:
    • ~ ζατρικίου (syn σκακιέρα)

[fr K ἀβάκιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβάλη [aváli] η,
  • bay:
    • τρόγυρα στην ~ τα βράχια κοκκινίζανε, κάποιο πανί βολτάριζε για να μπη στο λιμάνι (KPolitis) |
    • poem κ' έχω αγναντέψει πάλι |...| μια βαθιάν | ολόφωτην ~ (Sikel).
[Λεξικό Γεωργακά]
αβαλσάμωτα [avalsámota] adv
  • w. no embalment.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβαλσάμωτος -η -ο [avalsámotos] Ε5 : που δε βαλσαμώθηκε· αταρίχευτος. ANT βαλσαμωμένος.

[α- 1 βαλσαμώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβαλσάμωτος, -η, -ο [avalsámotos]
  • of humans and animals, unembalmed (syn αταρίχευτος) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβαλτος -η -ο [ávaltos] Ε5 : που δεν τον έχουν βάλει, δεν τον έχουν ακόμα τοποθετήσει στο μέρος για το οποίο προορίζεται· ατοποθέτητος. ANT βαλμένος: Άβαλτα παράθυρα. || (για ενδύματα ή υποδήματα) αφόρετος.

[α- 1 βαλ- (βάζω) -τος]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες