Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *μάχος
29 εγγραφές [21 - 29]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξωμάχος ο [ksomáxos] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που ασχολείται με αγροτικές εργασίες στο ύπαιθρο.

[ξω- + -μάχοςII με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόμαχος ο [prómaxos] Ο20α : 1. αυτός που μάχεται μεταξύ των πρώτων, στην πρώτη γραμμή. 2. (μτφ.) υπέρμαχος, υπερασπιστής: ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. πρόμαχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυγμάχος ο [piγmáxos] Ο18 : αθλητής της πυγμαχίας· μποξέρ: ~ βαρέων βαρών. Ερασιτέχνης / επαγγελματίας ~.

[λόγ. < αρχ. πυγμάχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλαμινομάχος ο [salaminomáxos] Ο18 : Έλληνας πολεμιστής που πολέμησε εναντίον των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

[λόγ. Σαλαμιν- (Σαλαμίς < αρχ. Σαλαμίς) -ο- + -μάχος κατά το μαραθωνομάχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στόμαχος ο [stómaxos] Ο19 : (λόγ., ανατ., ιατρ.) το στομάχι: H καρδιακή μοίρα του στομάχου. Παθήσεις του στομάχου, στομαχικές παθήσεις. Έλκος / διάτρηση του στομάχου. Πλύση του στομάχου.

[λόγ. < ελνστ. στόμαχος, αρχ. σημ.: `λαιμός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύμμαχος ο [símaxos] Ο19 θηλ. σύμμαχος [símaxos] Ο36 : 1.(για πρόσ. ή για κράτος) αυτός που έχει συνάψει συμμαχία με κπ., αυτός που ανήκει σε μια συμμαχία: H Ελλάδα ήταν ~ των Άγγλων και των Γάλλων στον α' παγκόσμιο πόλεμο. Οι σύμμαχοι της Γερμανίας στο β' παγκόσμιο πόλεμο. Οι σύμμαχοι του Bορειοατλαντικού Συμφώνου. 2α. αυτός που βοηθάει κπ. σε μια προσπάθειά του ή που τον υποστηρίζει σε μια δύσκολη περίσταση: Ο δάσκαλος είχε συμμάχους στο δύσκολο έργο του όλους τους κατοίκους του χωριού. || Σε όλα τα τρελά παιχνίδια του είχε σύμμαχο την αδελφή του. β. για κτ. που ασκεί ευεργετική επίδραση σε κάποια ανθρώ πινη δραστηριότητα: Στο δύσκολο ταξίδι του είχε σύμμαχο τον ούριο άνεμο.

[λόγ. < αρχ. σύμμαχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταυρομάχος ο [tavromáxos] Ο18 : αυτός που αγωνίζεται με τον ταύρο στην αρένα: Οι ταυρομάχοι αγωνίζονται πεζοί ή έφιπποι.

[λόγ. ταυ ρο(μαχία) -μάχος (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπέρμαχος ο [ipérmaxos] Ο20 θηλ. υπέρμαχος [ipérmaxοs] Ο36 : 1.που υπερασπίζεται κτ. (μια ιδέα, μια άποψη κτλ.) με πάθος και με αυτοθυσία: Παρουσιάζεται ως ~ των λαϊκών κατακτήσεων. Οι υπέρμαχοι των σοσιαλιστικών ιδεών. || πιστός οπαδός, ενθουσιώδης θαυμαστής: Είναι ~ της πολιτικής αλλαγής. 2. || (ως επίθ.): Yπέρμαχος Στρατηγός, προσωνυμία της Θεοτόκου.

[λόγ. < ελνστ. ὑπέρμαχος ὁ, μσν. υπέρμαχος η]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χριστιανομάχος ο [xristxanomáxos & xrist(ia)nomáxos] Ο18 : πολέμιος του χριστιανισμού.

[λόγ. χριστιαν(ός) -ο- + -μάχος]

< Προηγούμενο   1 2 [3]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες