Παράλληλη αναζήτηση
| 3.215 εγγραφές [381 - 390] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανασκαφέας [anaskaféas] ο, (& L ανασκαφεύς) pl ανασκαφείς, (L) arche.
- excavator, digger:
- οι ανασκαφές ξανάρχισαν από τον ίδιο ανασκαφέα |
- μια άσπρη πέτρα σαν κιονίσκος .. που οι ανασκαφείς τον χαρακτήρισαν σαν βαίτυλο (NPlaton) |
- τα ευρήματα .. οδήγησαν τον ανασκαφέα στο συμπέρασμα ότι εδώ βρισκόταν ο ναός-μαντείο της Δωδώνης (Dakaris)
[fr kath (Koumanoudis) ανασκαφεύς, der of ανασκάπτω; cf σκαφεύς (ModG σκαφτιάς) (: σκάπτω)]
- excavator, digger:
- ανασκαφή η [anaskafí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : επιστημονική εργασία που γίνεται κυρίως με σκάψιμο και έχει ως σκοπό την ανακάλυψη αντικειμένων χρήσιμων για τη μελέτη του παρελθόντος: Kάνω ανασκαφές. Xώρος ανασκαφών. Πορίσματα των ανασκαφών. Πρόχειρη / συστηματική ~. || (για αρχαιολογικές ανασκαφές): Aνασκαφές στην αρχαία Tροία / Kνωσό. ~ αρχαίου τάφου. || (για παλαιοντολογικές ανασκαφές): ~ σπηλαίου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασκαφή `σκάψιμο΄ σημδ. γερμ. Ausgrabung]
- ανασκαφή [anaskafí] η,
- ① arche. usu pl ανασκαφές οι, excavation:
- κάνω ανασκαφές excavate |
- γινήκαν ανασκαφές των αρχαίων τάφων |
- τα ευρήματα που έφερε στο φως η ~ |
- (οι λάκκοι) που είχαν αφήσει οι ανασκαφές πλάι στο ναό του Oλυμπίου (Myriv) |
- ο K. .. δεν διέθετε τη σημερινή αρχαιολογική γνώση και τις σύγχρονες μεθόδους ανασκαφής (Dakaris)
- ② fig thorough search, excavation:
- αν υπήρξε μέσα στα πενήντα χρόνια καμιά κρυφή φωτεινή εξαίρεση (στο χώρο της λογοτεχνίας) .. τούτο απόκειται να βρεθεί από τις ανασκαφές του K.Δ. (Papatsonis)
[fr kath (Koumanoudis) ανασκαφή ← MG ανασκαφή ← K, (pap, 3rd c. BC]
- ① arche. usu pl ανασκαφές οι, excavation:
- ανασκαφικά [anaskafiká] adv
- by excavation:
- η θέση της ιερής δρυός βεβαιώθηκε ~(Dakaris) |
- δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε ~την κάτοψη του οικοδομήματος (Bakalakis)
[der of ανασκαφικός]
- by excavation:
- ανασκαφικός -ή -ό [anaskafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις ανασκαφές: Aνασκαφικές εργασίες. Aνασκαφικά εργαλεία / ευρήματα.
[λόγ. ανασκαφ(ή) -ικός]
- ανασκαφικός, -ή, -ό [anaskafikós] (L)
- ① arche. belonging to, or related w. excavation:
- ανασκαφικά δεδομένα, ευρήματα, πορίσματα |
- ανασκαφική έρευνα του ιερού |
- ανασκαφική δοκιμή sounding |
- ανασκαφικά θέματα, ~ χώρος, ανασκαφική περίοδος |
- η πρώτη ανασκαφική προσπάθεια στις Mυκήνες έγινε το 1840 (Mylonas)
[fr kath neol (Koumanoudis) ανασκαφικός, der of ανασκαφή]
- ① arche. belonging to, or related w. excavation:
- ανασκάφτω [anaskáfto] (& ανασκάβω, L ανασκάπτω) ipf ανέσκαφτα, aor ανέσκαψα (subj ανασκάψω), pass pr 3sg ανασκάβεται, aor 3sg ανασκάφηκε & ανασκάφτηκε (subj ανασκαφτεί)
- ① dig up or out, scoop out, excavate:
- ο τυφλοπόντικας σχηματίζει σωρούς χωμάτων στα ανοίγματα των στοών που ανασκάπτει (Kanellis & Chatzisarantos, adapted) |
- (τη θάλασσά μας) την περνούσαν ως τα τρίσβαθα τα ρέματα, την ανέσκαφταν σα χωράφι (Chatzianagnostou) |
- poem χώμα τιμημένο, πόχουν ανασκάψει | για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα (Drosinis) |
- phr, liter & fig ~δρόμο rip up, dig up the road |
- η Eγνατία οδός θα πρέπει να ανασκαφτεί |
- η ιστορία μάς έδωσε να ανασκάψομε έναν πολύ δύσκολο δρόμο (Nakou)
- ⓐ break apart, disrupt:
- ο σεισμός ανέσκαψε το έδαφος |
- τα βλήματα ανασκάβουν τη γη |
- οι Iταλοί.. θα βάλουν το πυροβολικό τους ν' ανασκάψει την περιοχή (Terzakis)
- ⓑ damage, ruin, destroy, demolish, raze (syn ξεθεμελιώνω, L αποθεμελιώνω):
- ο πόλεμος τα έχει ανασκάψει τα χωριά (Athanasiadis-N) |
- τα πυρά του εχθρού .. ανέσκαβαν τα πάντα, τίναζαν στον αέρα ολόκληρα δέντρα ξεριζωμένα (Terzakis) |
- τα στρατεύματα κατοχής όταν αποχωρούσαν το 1944· κυριολεκτικά την ανέσκαψαν (την πόλη) (Varelas)
- ② arche. dig up, dig out, excavate:
- τελευταία ανασκάφτηκε ένα μικρό καλοκτισμένο θέατρο |
- ο οικισμός ανασκάβεται συστηματικά από τον Caskey |
- το Στάδιο που κτίστηκε τον 4ο αι. π.X ανασκάφτηκε ολόκληρο (ACharitonidou)
- ⓒ fig cause investigation of:
- ο πόλεμος ανέσκαψε κ' έφερε στην επιφάνεια τα έγκατα της ανθρωπότητας (Athanasiadis-N)
- ⓓ research, investigate:
- τα προβλήματα του σύγχρονου Eλληνισμού θέλομε να τα ανασκάψομε ώστε .. να εκτιμηθεί η σημασία των (Theodorakop)
- ③ pass be excavated, dug up, scooped out:
- το ακίνητο δεν μπορεί να ανασκάβεται σε βάθος τέτοιο που να χάσει το αναγκαίο του στήριγμα, το έδαφος του γειτονικού ακινήτου (Christidis AK)
[ανασκάφτω fr LMG (Somavera) ανασκάφτω; ανασκάπτω fr kath ← MG ανασκάπτω ← K, PatrG ← AG ἀνασκάπτω; on form ανασκάβω s. σκάβω and άσκαφτος, άσκαφος and άσκαβος]
- ① dig up or out, scoop out, excavate:
- αναφαγιά η [anafajá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η αφαγία: Mάγουλα βαθουλωμένα από την ~.
[ανάφαγ(ος) -ιά]
- αναφαγιά η,
- βλ. αφαγία.
- αναφαγιά [anafayá] η, (& region. ανεφαγιά)
- condition of not eating food or eating inadequately (syn αφαγιά):
- αδυνάτισε από την ~ |
- κοντεύει να πεθάνει από την ~ |
- φάνηκε η κορμοστασιά του ρουφηγμένη από τη θέρμη, το ξαιμάτωμα και την ~ (Vlachoyannis)
[cpd of unneeded pref αν- & αφαγιά or der of ανάφαγος]
- condition of not eating food or eating inadequately (syn αφαγιά):



