Παράλληλη αναζήτηση
| 3.215 εγγραφές [361 - 370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοχώραφα [ambeloxórafa] τα,
- sum total of fields and vineyards (syn αμπέλια και χωράφια):
- μποστάνια κι ~ |
- πουλάει τ' αμπελοχώραφά του |
- από τ' αμπελοχώραφά σου με διώχνεις; (when one is forbidden by s.o. who does not own the place himself) |
- τ' αμπελοχώραφά μου θα μου κατασχέσει; (said by s.o. who owns no estate) |
- prov έλα, παππού (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου one gives advice to an experienced person who knows more than he, Eng go and teach your grandma to suck eggs |
- κατόρθωσαν να φυτέψουν ~ (Karkavitsas) |
- βάλανε φωτιά στις θυμωμιές, στ' ~ των καλογέρων (Petsalis) |
- οι πιστοί ραντίζουνε τ' ~ με τον αγιασμό (Prevelakis) |
- folks. σύρτε να τα μοιράσετε τ' αμπελοχώραφά σας (Epir) |
- poem τι ξένοι ανθρώποι θα του πάρουνε τ' αμπελοχώραφά του (Homer Il 22.489 Kaz-Kakr)
[cpd of αμπέλια & χωράφια; cf αμπελοπερίβολα]
- sum total of fields and vineyards (syn αμπέλια και χωράφια):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελοχώραφο το [ambeloxórafo] Ο41 : χωράφι που είναι κατάλληλο για αμπέλι ή που είναι φυτεμένο με κλήματα.
[αμπελο- + χωράφ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοχώραφο [ambeloxórafo] το, region. (Epir,
- IonIsl, Sterea, Cycl, Chios, Thrace etc)
- ① field fit for planting of vines, fit for a vineyard (cf αμπελότοπος 2):
- αυτό το μέρος είναι ~
- ② vineyard neglected and uncultivated (Epir, Thrace)
[fr MG αμπελοχώραφον, cpd of αμπέλιν & χωράφιν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίγραφος, -η, -ο [amfíγrafos] (L) epigraphy
- written on both sides:
- αμφίγραφη στήλη από τη Λίνδο με συνθήκη Λυττίων και Λινδίων (Charitonidis)
[cpd of pref αμφι- & -γραφος: γράφω; cf περίγραφος]
- written on both sides:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωσματογραφία [anaγnozmatoγrafía] η, (L)
- writing in newspapers of inferior reading matter for the wider public
[der of αναγνωσματογράφος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωσματογράφος [anaγnozmatoγráfos] ο, η, (L) journ
- writer of serial reading matter addressed to the wider readership of newspapers or magazines:
- αναγνωσματογράφοι των εφημερίδων
[neol, cpd w. -γράφος]
- writer of serial reading matter addressed to the wider readership of newspapers or magazines:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγραφέας [anaγraféas] ο, pl αναγραφείς (& L αναγραφεύς)
- ① anc Gr hist person taking care of recording the laws, recorder:
- η επιγραφή δεν παραδίδει το νόμο από την αρχή του, πάλι υποθέτω ότι οι αναγραφείς δεν θα άφιναν μια τόσο μεγάλη ασάφεια και οπωσδήποτε θα πρόσθεταν το απαραίτητο συμπλήρωμα (Tsantsanoglou)
- ② recording instrument
[fr AG (5th-4th c. BC) ἀναγραφεύς; αναγραφεύς also MG (15th c.) 'scribe, secretary']
- ① anc Gr hist person taking care of recording the laws, recorder:
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγραφεύς ο.
-
- Απογραφέας, αξιωματούχος του Βυζαντινού Κράτους (εδώ κατ’ επέκτασιν του Οθωμανικού) επιφορτισμένος με την καταγραφή φορολογικών προσόδων:
- Mαχουμούτ τσελεμπή του αναγραφέως (Iστ. πατρ. 847).
[αρχ. ουσ. αναγραφεύς· βλ. και LBG]
- Απογραφέας, αξιωματούχος του Βυζαντινού Κράτους (εδώ κατ’ επέκτασιν του Οθωμανικού) επιφορτισμένος με την καταγραφή φορολογικών προσόδων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγραφή η [anaγrafí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια του αναγράφω: H ~ της τιμής του προϊόντος είναι υποχρεωτική. || καταχώριση: Στον προϋπολογισμό υπάρχει ειδική ~ για τις πιστώσεις. || δημοσίευση: Aπαγορεύτηκε η ~ ειδήσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀναγραφή `καταχώριση΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγραφή [anaγrafí] η, (L)
- ① writing, notation (syn γράψιμο, σημείωση):
- ~ της τιμής των ειδών |
- ~ των ονομάτων προσώπων στα περιθώρια του κειμένου |
- αναγραφές στην ώα του χειρογράφου |
- λεπτομερείς αναγραφές των δαπανών για την οικοδομή |
- στερεότυπες αναγραφές |
- αβλεψία, παρόραμα, λάθος, σφάλμα, παρατύπωμα κλ (Panagiotop)
- ② mention, listing (syn γραπτή μνεία or χρήση):
- κάθε ~ τόπων σε γράμματα από το μέτωπο ήταν απαγορευμένη (Terzakis) |
- απαγορεύεται ~ ειδικότητας γιατρού, αν δεν προηγηθή εξάσκηση σε κλινική δύο ως τέσσερα έτη (Katsigra)
- ③ journ etc insertion, publication (syn δημοσίευση, καταχώριση):
- ~ της ειδήσεως |
- απλή ~ των γεγονότων
- ④ recording, entry, registry, listing:
- ~ των ονομάτων |
- αναμνηστικές αναγραφές βασιλέων, αρχόντων κλ |
- αναγραφές ολυμπιονικών |
- ~ των πεσόντων σε στήλη |
- geophys ~ σεισμικής κινήσεως registration of earthquake motion, ~ σεισμικού κύματος registration of seismic wave |
- ο θάνατος γίνεται μια σύντομη ~ στα βιβλία του ληξιαρχείου (Panagiotop)
- ⓐ library ~ της βιβλιογραφίας or βιβλιογραφική ~ bibliographical listing:
- ~ τίτλου title entry |
- ~ δημοσιευμάτων, έργων, μελετών, ανακοινώσεων κλ listing or registry of publications, works etc |
- βιογραφική ~ λογίων biographical listing of erudites |
- ~ ανωνύμου anonymous entry |
- ~ ευρετηρίου index entry |
- υποδιαίρεση αναγραφής subentry |
- ~ του ονόματος του εκδότη του κειμένου giving of the name of the editor of the text
- ⑤ obsol registration of real estate (syn μεταγραφή)
[fr K ἀναγραφή ← AG]
- ① writing, notation (syn γράψιμο, σημείωση):



