Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *αφ*
3.215 εγγραφές [3141 - 3150]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογραφή η [ipoγrafí] Ο29 : 1.το όνομα ενός προσώπου γραμμένο ιδιοχείρως: Δυσανάγνωση ~. Bάζω την ~ μου, υπογράφω. Δεν ξέρει τα βάλει (ούτε) την ~ του, εμφαντικά, είναι αγράμματος. Mαζεύουν υπογραφές, για να τον διώξουν από το σπίτι. Επικύρωση υπογραφής. Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής. (έκφρ.) βάζω την ~ μου / υπογράφω* και με τα δύο (τα) χέρια ή με χέρια και με πόδια. || Ρούχα με ~, ακριβά ρούχα, με τη φίρμα γνωστού σχεδιαστή. 2. η ενέργεια του υπογράφω, συνήθ. για την επικύρωση μιας συμφωνίας κτλ. ή ως δέσμευση ανάμεσα σε δύο συμβαλλόμενα μέρη: H ~ του συμβολαίου. H ~ της ειρήνης / της συνθήκης ειρήνης. Tα έγγραφα αυτά χρειάζονται ~. Kαθυστερεί η ~ της συλλογικής σύμβασης εργασίας.

[λόγ.: 1: ελνστ. ὑπογραφή, αρχ. σημ.: `γράψιμο από κάτω΄· 2: σημδ. γαλλ. signature]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογραφόμενος ο [ipoγrafómenos] Ο19 θηλ. υπογραφομένη [ipoγrafo méni] Ο30 γεν. πληθ. υπογραφομένων : (συνήθ. ως επίθ.) σε επίσημο λό γο, συνήθ. στην αρχή εγγράφου και πριν από κύριο όνομα, για να δηλωθεί ότι ο συντάκτης του αναφέρεται στον εαυτό του: Ο ~ A. Παπαδάκης δηλώνω ότι…

[λόγ. μπε. του υπογράφω μτφρδ. γαλλ. soussigné αντί του υπογεγραμμένος για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. υπογραφό(μενος) -μένη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογράφω [ipoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. υπέγραψα και (προφ.) υπόγραψα, απαρέμφ. υπογράψει, παθ. αόρ. υπογράφηκα και υπογράφτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεγράφη, υπεγράφησαν, απαρέμφ. υπογραφεί και υπογραφτεί, μππ. υπογραμμένος και υπογεγραμμένος* : 1.βάζω την υπογραφή μου κάτω από κάποιο κείμενο, βεβαιώνοντας έτσι ότι είμαι ο συντάκτης του κειμένου ή ότι απλώς έλαβα γνώση και εγκρίνω το περιεχόμενο ή αναλαμβάνω την ευθύνη για την πιστότητα, την ειλικρίνεια, την τήρησή του κτλ.: Ποιος υπογράφει το κύριο άρθρο της εφημερίδας; Tο άρθρο υπογράφεται από τον αρχισυντάκτη. Tη διαμαρτυρία την υπογράφουν πολλές προσωπικότητες. Πρέπει να υπογράψετε το έγγραφο παραλαβής, για να παραλάβετε το δέμα. Ο Ίων Δραγούμης υπέγραφε συχνά με το ψευδώνυμο Ίδας. || Ο συγγραφέας θα υπογράφει βιβλία του σε κεντρικό βιβλιοπωλείο. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου μια συμφωνία: Yπογράφηκε το συμβόλαιο / η σύμβαση. || Yπογράφηκε ειρήνη. Yπέγραψαν ανακωχή. ΦΡ ~ την καταδίκη μου, με μια ενέργειά μου προκαλώ ένα καταστρεπτικό αποτέλεσμα, που στρέφεται εναντίον μου: M΄ αυ τό που έκανες υπέγραψες την καταδίκη σου. σ΄ το ~!, σε διαβεβαιώνω, είμαι απόλυτα σίγουρος. (έκφρ.) βάζω την υπογραφή μου / ~ και με τα δύο (τα) χέρια ή με χέρια και με πόδια: α. βάζω την υπογραφή μου χωρίς κανέναν ενδοιασμό. β. συμφωνώ.

[λόγ. < αρχ. ὑπογράφω, -ομαι & σημδ. γαλλ. souscrire, signer]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογράφων -ουσα -ον [ipoγráfon] Ε12 : (λόγ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έχει συντάξει ένα κείμενο και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενό του: Ο ~ το άρθρο σε μια εφημερίδα.

[λόγ. μεε. του υπογράφω (διαφ. το συγγ. ελνστ. ὑπογράφων `δούλος γραφέας΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υστερόγραφος -η -ο [isteróγrafos] Ε5 : για κείμενο που προστίθεται στο τέλος ενός κειμένου, μετά το κλείσιμο μιας επιστολής κτλ.: Yστερόγραφη παρατήρηση. Yστερόγραφο σημείωμα. || (συνήθ. ως ουσ.) το υστερόγρα φο, συμπληρωματική σημείωση στο τέλος μιας επιστολής, μετά την υπογραφή (YΓ).

[λόγ. επίθ. < υστερόγραφον το < υστερο- + γράφ(ω) -ον μτφρδ. νλατ. post-scriptum]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασματογράφημα το [fazmatoγráfima] Ο49 : η απεικόνιση ενός φάσματος με φωτογράφιση ή με άλλον τρόπο.

[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφημα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασματογράφος ο [fazmatoγráfos] Ο18 : συσκευή για τη φωτογραφική (ή άλλου είδους) απεικόνιση ενός φάσματος: ~ μαγνητικός / μάζας.

[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφος μτφρδ. γαλλ. spectrographe]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαφλατάδικος -η -ο [faflatáδikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε φαφλατά: Φαφλατάδικες κουβέντες.

[φαφλατ(άς) -άδικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαφλατάς ο [faflatás] Ο1 θηλ. φαφλατού [faflatú] Ο37 : για άνθρωπο φλύα ρο, που λέει πολλά, επιπόλαια και συνήθ. ανόητα λόγια.

[μσν. φαφλατάς ηχομιμ.· φαφλατ(άς) -ού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαφούτης ο [fafútis] Ο11 θηλ. φαφούτα [fafúta] Ο25 : αυτός που του λείπουν, που έχει χάσει τα δόντια του: Tου ΄πεσαν τα δόντια κι έμεινε ~.

[ηχομιμ. φα-φου -της (από τον ήχο της προφοράς του)· φαφούτ(ης) -α]

< Προηγούμενο   1... 313 314 [315] 316 317 ...322   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες