Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *αφ*
3.215 εγγραφές [191 - 200]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινογράφηση η [aktinoγráfisi] Ο33 : (ιατρ.) η ενέργεια του ακτινογραφώ, η φωτογράφιση του εσωτερικού του (ανθρώπινου) σώματος με ακτίνες Ραίντγκεν (X) για διαγνωστικούς λόγους· ακτινογραφία.

[λόγ. ακτινογραφη- (ακτινογραφώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. radiographie]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινογράφηση [aktinoγráfisi] η,
  • photographing by X-rays (syn ακτινογραφία)

[der of ακτινογραφώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινογραφία η [aktinoγrafía] Ο25 : (ιατρ.) 1. η φωτογράφιση του εσωτερικού ενός (ανθρώπινου) σώματος για διαγνωστικούς σκοπούς και η εικόνα που παίρνουμε πάνω σε ειδική πλάκα: Ο γιατρός μού ζήτησε να κάνω / να βγάλω μια ~ θώρακος. H ~ έδειξε ένα μικρό κάταγμα στο πόδι / στο χέρι. Είναι κάποιος σαν ~, πολύ αδύνατος. 2. (μτφ.) ανάλυση σε βάθος: Mια ~ της κοινωνίας.

[λόγ. ακτινο- + -γραφία μτφρδ. γαλλ. radio graphie (-graphie = -γραφία) (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀκτινογραφίη, τίτλος συγγράμματος για τις ακτίνες του φωτός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινογραφία [aktinoγrafía] η,
  • ① photographing by X-rays, radiography (syn ακτινογράφηση, ραδιογραφία)
  • ② med X-ray picture, radiograph (syn ραδιογράφημα):
    • η ~ του θώρακα είναι καθαρή

[cpd w. -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινογραφικός -ή -ό [aktinoγrafikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ακτινογραφία: Aκτινογραφική εξέταση / εικόνα. Aκτινογραφικά ευρήματα. Aκτινογραφικό εργαστήριο. ακτινογραφικά & (λόγ.) ακτινογραφικώς ΕΠIΡΡ: H διάγνωση επιβεβαιώνεται και ~.

[λόγ. ακτινογραφ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. radiographique· λόγ. ακτινογραφικ(ός) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινογραφικός, -ή, -ό [aktinoγrafikós]
  • related to X-ray photography, radiographic (syn ραδιογραφικός):
    • ~ χάρτης |
    • ακτινογραφική εξέταση ασθενούς |
    • ακτινογραφική συσκευή, ακτινογραφικό μηχάνημα X-ray machine

[der of ακτινογράφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινογραφικώς [aktinoγrafikós] adv (& ακτινογραφικά)
  • radiographically:
    • ~ παρουσιάζει φυμάτια.
[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινογράφος [aktinoγráfos] ο, η,
  • radiographer, X-ray technician (syn ραδιογράφος) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινογραφώ [aktinoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (ιατρ.) βγάζω σε κπ. ακτινογραφία, τον εξετάζω με ακτινογραφία.

[λόγ. ακτινο(γραφία) -γραφώ μτφρδ. γαλλ. radiographier (-graphier = -γραφώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινογραφώ [aktinoγrafó] ακτινογραφείς, pass ακτινογραφούμαι
  • X-ray (syn βγάζω ακτινογραφία):
    • ακτινογραφήθηκε was X-rayed

[der of ακτινογράφος]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...322   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες