Παράλληλη αναζήτηση
515 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεβαίνω· αναβαίνω· ανηβαίνω· ’νεβαίνω· ’νηβαίνω.
-
- 1)
- α) (Mτβ. και αμτβ.) ανεβαίνω:
- (Eρωτόκρ. A´ 2079), (Kατζ. Γ´ 480)·
- (μεταφ.):
- του πόνου το ανώφορον ήρξου, ψυχή, αναβαίνειν (Γλυκά, Στ. 192)·
- φρ.
- (1) ανεβαίνω στη μπερλίνα = διακωμωδούμαι:
- (Kατζ. E´ 410)·
- (2) ανεβαίνω στον κόσμο = επιστρέφω από τον Άδη:
- (Πικατ. 113)·
- (1) ανεβαίνω στη μπερλίνα = διακωμωδούμαι:
- β) υψώνομαι:
- (Γλυκά, Στ. 358)·
- γ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς το Θεό):
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55519)·
- δ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς την καρδιά, το νου, κλπ.):
- αναβαίνουσι καπνοί δριμύτατοι εις τον εγκέφαλον αυτών (ενν. των ιεράκων) (Iερακοσ. 38132· Διγ. O 58)·
- ε) (υποκ. φωνή, κραυγή, κλπ.) ανεβαίνω:
- (Πεντ. Έξ. II 23).
- α) (Mτβ. και αμτβ.) ανεβαίνω:
- 2) (Mε εμπρόθ. προσδ.) μπαίνω, εισχωρώ, εισβάλλω, επιτίθεμαι:
- οι Tούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην (Aνακάλ. 28).
- 3)
- α) Πηγαίνω, έρχομαι:
- πετσίν ουδέν έχω, να ανάβω να αγοράσω (Προδρ. IV 440· Πεντ. Δευτ. IX 23)·
- φρ. ανέβην (και) εκατέβηκα = επήγα και ήρθα, ενδιαφέρθηκα, προσπάθησα:
- (Λίβ. Esc. 3044)·
- β) παρουσιάζομαι:
- ενέβην ομπρός του αμιράλλη (Aχιλλ. L 250).
- α) Πηγαίνω, έρχομαι:
- 4) Eπιβιβάζομαι σε πλοίο:
- (Mαχ. 811).
- 5) Φυτρώνω:
- εφτά στάχα ανεβαίνουν εις καλάμι ένα (Πεντ. Γέν. XLI 5)·
- αναβήσεται ο όνυξ (Kυνοσ. 5974).
- 6) Aνατέλλω:
- ο Αυγερινός ανέβην (Πεντ. Γέν. XIX 15).
- 7) Προάγομαι, τιμώμαι:
- (Bακτ. αρχιερ. 137).
- 8) (Προκ. για θάλασσα)
- α) φουσκώνω:
- (Διήγ. ωραιότ. 151)·
- β) πλημμυρίζω:
- (Διήγ. ωραιότ. 899).
- α) φουσκώνω:
- 9) (Προκ. για φωτιά) δυναμώνω:
- (Πιστ. βοσκ. III 3, 179).
- 10)
- α) (Προκ. για χρηματικό ποσό) αυξάνομαι, συμποσούμαι:
- (Διγ. Z 2236)·
- β) (προκ. για μη υλικά πράγματα) αυξάνομαι:
- (Σπαν. A 592).
- α) (Προκ. για χρηματικό ποσό) αυξάνομαι, συμποσούμαι:
[αρχ. αναβαίνω. Oι τ. σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεβαίνω [anevéno] (& L αναβαίνω) aor ανέβηκα (subj ανέβω & ανεβώ)
- ① intr go up, ascend (syn L ανέρχομαι, ant κατεβαίνω):
- ~ στο βουνό, στο δέντρο, στο ταβάνι, στον Aκροκόρινθο, στις επάλξεις |
- ~ στο βήμα |
- εγώ θ' ανέβω στο μαντρότοιχο, κανένας άλλος (KPolitis) |
- τα βήματά τους αντήχησαν στην ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στο απάνω πάτωμα (Theotokas) |
- poem τον εχθρό θωρώ να φύγει | και στο κάστρο ν' ανεβεί (Solomos) |
- phr ~ στο θρόνο, στο αξίωμα I ascend the throne; I assume or enter the office |
- phr ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του the blood rushed to his head
- ⓐ rise:
- phr ανεβαίνει ο ήλιος, ο καπνός, το ποτάμι, η θερμοκρασία, το κρύο |
- μια ξύλινη σκάλα ανέβαινε τοίχο-τοίχο από το κατώγι στο ανώγι (Prevelakis)
- ② trans ascend, climb:
- ~ το λόφο, τα βουνά |
- κατέβηκε τα σκαλοπάτια που με τόσο κόπο ανέβηκε (Andronikos)
- ③ be increased, rise:
- ανεβαίνουν οι τιμές, οι μισθοί, τα έξοδα, οι μετοχές, η λίρα, τα τρόφιμα |
- τα μεροκάματα ανέβηκαν τριακόσιες φορές πάνω απ' τα προπολεμικά |
- poem οι μετοχές του ατσαλιού ανεβαίνουν στη Nέα Yόρκη και στο Λονδίνο (Panagiotop)
- ④ rise, improve (syn προοδεύω):
- ανεβαίνει ο λογοτέχνης, η αστική τάξη |
- ανεβαίνουν οι έμποροι |
- ανεβαίνει η ποιότητα του ανθρώπου |
- ανεβαίνει η πνευματική στάθμη |
- η γλυπτική ανέβηκε τότε γρήγορα στην κορυφή, σαν να 'κανε φτερά (ChZalokostas) |
- θα συγγένευαν με την αριστοκρατία, θ' ανέβαιναν κοινωνικώς (Xenop)
- ⑤ be increased (of population, number, percentage):
- ανεβαίνει ο πληθυσμός, ο αριθμός, το ποσοστό |
- έπειτα άρχισε ν' ανεβαίνει ο αριθμός τους κατακόρυφα (Papanoutsos)
- ⑥ arrive:
- ανεβήκαμε στην πρωτεύουσα (KSKonstas)
- ⑦ rise (of yeast or bread):
- ανεβαίνει το ζυμάρι, το ψωμί
- ⑧ theat ανεβαίνει be staged, presented, mounted (a play):
- είχε μπει αρχή απαράβατη να μην ανεβαίνει έργο χωρίς μακρά προετοιμασία (Melas)
[fr MG ανεβαίνω bes αναβ- ← AG ἀναβαίνω]
- ① intr go up, ascend (syn L ανέρχομαι, ant κατεβαίνω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεβοκατεβαίνω [anevokatevéno] Ρ (βλ. κατεβαίνω) : α.ανεβαίνω και κατεβαίνω επανειλημμένα: ~ πολλές φορές τη μέρα τις σκάλες. Όλο το πρωί ανεβοκατέβαινα από το ισόγειο στο τελευταίο πάτωμα. Bαρέθηκα ν΄ ~ στα υπουργεία. β. (μτφ., για αξίες, τιμές κτλ.) για υποτίμηση και ανατίμηση που γίνεται διαδοχικά και επανειλημμένα: H τιμή του χρυσού ανεβοκατεβαίνει.
[μσν. ανεβοκατεβαίνω < ανεβ(αίνω) -ο- + κατεβαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεβοκατεβαίνω.
-
- 1) Aνεβαίνω και κατεβαίνω (επανειλημμένα)·
- (εδώ μεταφ.):
- Tου κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου (Eρωτόκρ. A´ 1).
- (εδώ μεταφ.):
- 2) Πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω:
- (αυτ. B´ 1529).
[<ανεβαίνω + κατεβαίνω. Τ. ανη‑ στο Somav. H λ. στο LBG και σήμ.]
- 1) Aνεβαίνω και κατεβαίνω (επανειλημμένα)·
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεβοκατεβαίνω [anevοkatevéno] ipf ανεβοκατέβαινα, aor ανεβοκατέβηκα, subj ανεβοκατέβω & ανεβοκατεβώ, ppp ανεβοκατεβασμένος
- ① go, run or climb up and down, ascend and descend:
- ανεβοκατεβαίνει ο κόσμος |
- ανεβοκατεβαίνει το σώμα, το στήθος, το στομάχι, ο λαιμός, η κοιλιά |
- ανεβοκατεβαίνει το καράβι |
- ανεβοκατεβαίνουν οι ναύτες, οι πεζοί, οι ανελκυστήρες, τα λεωφορεία, τα κύματα |
- τα τραμ και τ' αυτοκίνητα ανεβοκατέβαιναν σχεδόν άδεια (Charis) |
- οι αξιωματικοί ανεβοκατεβαίνουν στα γύρω υψώματα παρατηρώντας με τις διόπτρες (TAthanasiadis) |
- ένοιωσα τον κόρφο της ν' ανεβοκατεβαίνει στ' αφτί μου (Panagiotop) |
- poem της τύχης έτσι οι ζυγαριές ανεβοκατεβαίνουν (Palam)
- ⓐ trans go, run or climb up and down sth, ascend and descend:
- ~ τα βουνά, τους δρόμους, τις σκάλες τα πεζοδρόμια |
- κραδαίνοντας την ομπρέλα του, ανεβοκατεβαίνει όλη μέρα τα στενά πλακόστρωτα της Iερουσαλήμ (Theotokas) |
- ανεβοκατέβαινε ο κόσμος τη μεγάλη σκάλα (Petsalis) |
- οι κτηνοτρόφοι εξακολουθούσαν ν' ανεβοκατεβαίνουν την Πίνδο (Dakaris)
- ② fig rise and fall, fluctuate:
- η τιμή του δολλαρίου ανεβοκατεβαίνει |
- το ψωμί ανεβοκατεβαίνει
[fr MG ανεβοκατεβαίνω, cpd of ανεβο- (ανεβώ) & κατεβαίνω (cf ανεβοκατεβάζω); ανεβοκατεβασμένος is ppp of ανεβοκατεβάζω]
- ① go, run or climb up and down, ascend and descend:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεσαίνω s. ανασαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ανηβαίνω,
- βλ. ανεβαίνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοηταίνω [anoiténo] Ρ7.1α (μόνο στον ενεστ.) : γίνομαι ανόητος, αρχίζω να συμπεριφέρομαι ανόητα.
[λόγ. < αρχ. ἀνοηταίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοηταίνω [anoiténo] only pr & ipf
- ① be foolish or stupid, act stupidly, behave foolishly (syn είμαι μωρός, φέρομαι ανόητα):
- ο κόσμος ανοηταίνει |
- εσείς αιώνες τώρα κοιμάστε ή ανοηταίνετε (Theotokas)
- ② talk stupidly, talk nonsense, drivel (syn λέω ανοησίες, L μωρολογώ):
- όταν ήταν ερωτευμένη με έναν ποιητή, δεν ενδιαφερόταν πια παρά για ποίηση .. και φυσικά ανοήταινε, γιατί δεν εισχωρεί κανένας με την προώθηση ενός άλλου σ' έναν κόσμο που του είναι ξένος (Thrylos) |
- ο θεατής που θα παρακολουθήσει ένα κομμάτι Πιραντέλλο και θα θεωρήσει ότι όλα τα πρόσωπα επάνω στη σκηνή ανοηταίνουν και παραλογίζονται δεν θα κρίνει εντούτοις το συνάνθρωπό του ακριβώς όπως θα τον έκρινε πριν γραφεί το έργο αυτό (id.)
[fr AG ἀνοηταίνω 'be devoid of intelligence']
- ① be foolish or stupid, act stupidly, behave foolishly (syn είμαι μωρός, φέρομαι ανόητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοσταίνω [anosténo] Ρ7.4α : 1α.γίνομαι άνοστος, άγευστος, χάνω την ιδιαίτερη γεύση, τη νοστιμιά μου: Mην το βράζεις πάρα πολύ το κρέας γιατί ανοσταίνει. β. (μτφ.) γίνομαι άνοστοςβ, άχαρος: Όσο πάει κι ανοσταίνουν τ΄ αστεία του. 2α. κάνω κτ. άνοστο. β. (μτφ.) κάνω κπ. ή κτ. να φαίνεται άνοστοςβ, άχαρος: Aυτό το κοστούμι τον ανοσταίνει.
[άνοστ(ος) -αίνω]