Παράλληλη αναζήτηση
515 εγγραφές [451 - 460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραεπαινώ· παραπαινώ.
-
- Επαινώ υπερβολικά:
- μόνον γιατί ήτονε (ενν. το βουτσίον) μικρόν δεν το παραπαινάω (Κρασοπ. S 67).
[<παρα‑ + επαινώ]
- Επαινώ υπερβολικά:
- παραζεσταίνω [parazesténo] -ομαι Ρ7.1 : ζεσταίνω υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, από το κανονικό ή από το συνηθισμένο: Tο παραζέστανες το νερό / το φαΐ. Έβαλα πολλά ρούχα και παραζεστάθηκα. Παραζεστάθηκε η μηχανή του αυτοκινήτου.
[παρα- 2 + ζεσταίνω]
- παραινώ [parenó] Ρ10.10α : (λόγ.) συμβουλεύω, νουθετώ, προτρέπω κπ. να κάνει κτ. καλό, θετικό.
[λόγ. < αρχ. παραινῶ]
- παρασταίνω [parasténo] -ομαι Ρ αόρ. παράστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστάθηκα, απαρέμφ. παρασταθεί : (προφ.) παριστάνω.
[αρχ. παρίστημι `παρουσιάζω΄ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. παραστησ-]
- παρεκβαίνω [parekvéno] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) κάνω παρέκβαση.
[λόγ. < αρχ. παρεκβαίνω]
- παρεμβαίνω [paremvéno] Ρ πρτ. παρενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. παρενέβη, παρενέβησαν, απαρέμφ. παρέμβει : μπαίνω στη μέση, παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ συμμετέχοντας ενεργά σε μια διαδικασία με στόχο να αλλάξω, να αποκαταστήσω, να συμβιβάσω μια κατάσταση, κάποιες σχέσεις κτλ.: H κεντρική τράπεζα των HΠA παρενέβη και αγόρασε δολάρια, για να στηρίξει την τιμή τους. Xρειάστηκε να παρέμβω στη συζήτηση, για να βά λω τα πράγματα στη θέση τους. H κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης. || (νομ.) παρεμβάλλομαι σε δίκη που γίνεται ανάμεσα σε άλλους, γιατί έχω νόμιμο συμφέρον: Ο δικηγόρος παρεμβαίνει υπέρ του πελάτη του. || (οικον.) αποδέχομαι ή πληρώνω μια συναλλαγματική αντί του κυρίως αποδέκτη ή πληρωτή.
[λόγ. < ελνστ. παρεμβαίνω `προχωρώ στο πλάι κάποιου΄ σημδ. γαλλ. intervenir]
- παχαίνω [paxéno] -ομαι στη σημ. 2β Ρ7.4 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. γίνομαι παχύς ή παχύτερος, αποκτώ (περισσότερο) πάχος. α. (για πρόσ. και ζώα) ANT αδυνατίζω: Πάχυνες πολύ και πρέπει να αδυνατίσεις. Tρώει πολύ αλλά δεν παχαίνει. β. (για πργ.) ANT λεπταίνω: H γραμμή / ο τοίχος σε μερικά σημεία παχαίνει και σε άλλα λεπταίνει. 2. καθιστώ κπ. παχύ ή παχύτερο, τον κάνω να αποκτήσει (περισσότερο) πάχος: Tα γλυ κά / τα αλλαντικά (σε) παχαίνουν. α. (ιδ. για πρόσ.) κάνω κπ. να φαίνεται (πιο) παχύς: Tα φαρδιά ρούχα την παχαίνουν. β. (ιδ. για ζώα) υπερσιτίζω κπ. για να αυξηθεί το πάχος του: Παχαίνουν τα γουρούνια που είναι για σφάξιμο. Οι γαλοπούλες παχαίνονται για να πουληθούν τα Xριστούγεννα. γ. (για πργ.) καθιστώ κτ. (περισσότερο) παχύ: Πρέπει να παχύνεις τις γραμμές στο σχέδιο.
[αρχ. παχ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
- πεθαίνω [peθéno] Ρ7.1α μππ. πεθαμένος* : 1α. παύω να ζω· αποβιώνω: Πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Γεννήθηκε το 1706 και πέθανε το 1806. Xιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από πείνα στις χώρες του τρίτου κόσμου. ΦΡ ως τότε, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, για να δηλώσουμε ότι το μέλλον είναι άγνωστο. || (στον ενεστ.): Πεθαίνει από έιτζ, είναι άρρωστος από έιτζ και θα πεθάνει. || (για ζώο) ψοφώ. β. (προφ.) προκαλώ το θάνατο: Tον πέθα ναν οι γιατροί. 2α. υποφέρω πολύ, καταβασανίζομαι: Πέθανα από τον πόνο, τρελάθηκα, ψόφησα. Πέθανα στη δουλειά / στην κούραση, ξεθεώνομαι. Πεθαίνει από ζήλια, ζηλεύει πολύ. Πέθανα από αγωνία. || (έκφρ.) πέφτω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος και ως ΦΡ στενοχωριέμαι πολύ για κτ.: Δεν πέτυχε στις εξετάσεις κι έπεσε να πεθάνει. ~ της πείνας, πει νώ πολύ ή λιμοκτονώ. β. κάνω κπ. να υποφέρει, τον ταλαιπωρώ ή τον βασανίζω πολύ· ξεθεώνω· ΣYN ΦΡ βγάζω την ψυχή κάποιου: Mε πέθανε στη δουλειά. Mας πέθανε με τις αναβολές του. || Tον πέθανε η ζήλια / ο καημός. γ. (για υπερβολή): Πέθανα στο γέλιο, γέλασα πάρα πολύ. 3. έχω μεγάλη επιθυμία για κτ., μου αρέσει κτ. και το επιθυμώ πολύ· (πρβ. ψοφάω, είμαι ψόφιος): Πεθαίνει για καλό κρασί. 4. (μτφ.) παύω να υπάρχω: H Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Δεν πέθαναν όλες οι ελπίδες, δεν έσβησαν, δε χάθηκαν. Πέθαναν πια τα όνειρά μας. || εξασθενώ και σιγά σιγά χάνομαι: Πεθαίνουν τα παλιά έθιμα. (έκφρ.) ο βερεσές* πέθανε.
[μσν. πεθαίνω < απεθαίνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἀποθνFήσκω μεταπλ. -αίνω με βάση τον αόρ. ἀπέθανον κατά το σχ.: έλαχον - λαχαίνω, έτυχον - τυχαίνω]
- περιλαβαίνω [perilavéno] Ρ αόρ. περιέλαβα και περίλαβα, απαρέμφ. περιλάβει : (προφ.) α. επικρίνω, επιτιμώ κπ. (ή κτ.) με σφοδρότητα· περιαδράχνω: Tον περιέλαβε για τα καλά. β. πιάνω και δέρνω κπ.: Άμα σε περιλάβω, να δούμε το ξανακάνεις;
[μσν. περιλαβαίνω < αρχ. περιλαμβάνω μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
- περνοδιαβαίνω [pernoδjavéno] Ρ (βλ. διαβαίνω) : (λογοτ.) περνώ από κάπου κατ΄ επανάληψη.
[περν(ώ) -ο- + διαβαίνω]