Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *αίνω
515 εγγραφές [161 - 170]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοπεθαίνω [arγopeθéno] Ρ7.1α : 1.πεθαίνω σιγά σιγά: Πολλοί νέοι αργοπεθαίνουν εξαιτίας των ναρκωτικών. Aργοπεθαίνει από νοσταλγία για τη μακρινή του πατρίδα. 2. (μτφ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι βαθμιαία: H επιχείρηση αργοπεθαίνει από τα χρέη.

[αργο- + πεθαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοπεθαίνω [arγopeθéno] ipf αργοπέθαινα, aor αργοπέθανα
  • ① pass away slowly, die slowly (syn σιγοπεθαίνω, near-syn αργοσβήνω 2b):
    • η μητέρα μου αργοπέθαινε από συνέπειες της πείνας της Kατοχής (Nakou) |
    • τ' αδέλφια μας βασανίζονται όλη μέρα, αργοπεθαίνουν, τουφεκίζονται τραγουδώντας τον ύμνο στη λευτεριά (Theotokas) |
    • ένας γέρος εγκαταλελειμμένος, άρρωστος και σχεδόν τυφλός, αργοπεθαίνει (Psathas) |
    • ξεχώρισε το αγριωπό κεφάλι, που 'κανε τον Mπερτσέ να μοιάζει με ξέδοντο λιοντάρι που κείτεται μέσα στην τρύπα του ν' αργοπεθάνει ειρηνικά (Prevelakis) |
    • να πεθάνω, ν' αγκαλιάσω σε μια στιγμή το θάνατο πατώντας ένα ελατήριο, ναι· μα ν' ~, να λιώνω είναι κάτι που δε μου πάει (TAthanasiadis) |
    • poem .. η δρακόντισσα φθορά κονταροτρυπημένη | κάτου από τ' άλογο του αγίου τροπαιοφόρου αργοπεθαίνει (Palam)
  • ⓐ wilt or wither gradually, die slowly:
    • poem και τα λουλούδια κάτου από τα σύννεφα | με τον ψυχρόν αέρα αργοπεθαίνουν (Zotos) |
    • .. θ' αντικρύζεις την καταστροφή | αγγίζοντας τα ξερόφυλλα που θ' αργοπεθαίνουν γύρω σου (Christofi)
  • ② fig lose strength or significance gradually, fade out or away (syn αργοσβήνω 2, σιγοπεθαίνω):
    • το Xόλλυγουντ αργοπεθαίνει |
    • οι μέρες αργοπέθαιναν |
    • αργοπεθαίνει η γλώσσα στα χείλη τους (Palaiologos) |
    • οι πέτρες, οι τοίχοι, τα τόξα και οι θόλοι ζούνε τώρα βουβά τη δική τους ζωή και αργοπεθαίνουν (MChatzidakis) |
    • poem πατέρα, αργοπεθαίνει απάνω εκεί, | αργοπεθαίνει η χώρα | από το φύσημα κάποιου ολοζώντανου θανάτου (Palam) |
    • όνειρό μου, πώς έτσι αργοπεθαίνεις! (Chronop)

[cpd w. πεθαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοσημαίνω [arγosiméno]
  • strike, sound, ring, or toll slowly (syn αργοχτυπώ 2, σιγοσημαίνω):
    • poem .. κ' είναι τώρα | π' αγγίζουμε τον ύστερο βυθό | κι αργοσημαίνει η προαιώνια ώρα (Sikel) |
    • δάφνες, μυρτιές και δενδρολίβανα | στις εκκλησιές σου και ν' αργοσημάινουν | τα σήμαντρά τους (Skipis) |
    • η εκκλησιά λευκοντυμένη, | ένας παπάς αργοσημαίνει (Provelengios)

[cpd w. σημαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρρωσταίνω [arosténo] Ρ αόρ. αρρώστησα, απαρέμφ. αρρωστήσει, μππ. αρρωστημένος* : 1.(για άνθρ. ή ζώο) προσβάλλομαι από αρρώστια, είμαι άρρωστος, ασθενής: Aρρώστησα βαριά. Πρόσεχε την υγεία σου, γιατί θα αρρωστήσεις. || (για φυτά, καρπούς): Aρρώστησε το κλήμα / ο καπνός / η σταφίδα. 2. (μτφ.) στενοχωριέμαι, υποφέρω, πάσχω: Aρρώστησε όταν είδε τη ζημιά που έπαθε. ~ βλέποντας την αδικία που υπάρχει. 3. κάνω κπ. να ασθενήσει: Tον αρρώστησαν τα βάσανα και οι στερήσεις. || (για φυτά, καρπούς): Ο λίβας αρρώστησε τα σιτάρια. 4. (μτφ.) κάνω κπ. να στενοχωριέται, να υποφέρει, να δυσανασχετεί: M΄ αρρώστησες με την γκρίνια σου. Tον αρρωσταίνει η ζωή στην ξενιτιά.

[αρχ. ἀρρωστ(ῶ) μεταπλ. -αίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρρωσταίνω [arosténo] (sp. also αρρωστένω & αρρωστώ, αρρωστάει) ipf αρρώσταινα (& αρρωστούσα), aor αρρώστησα (subj αρρωστήσω)
  • ① intr fall sick, become ill, be taken ill (syn phr πέφτω άρρωστος):
    • αρρώστησε βαριά, ελαφριά |
    • αρρώστησε από το πολύ φαΐ |
    • αρρώστησε από τον καημό της |
    • δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ένοιωθα πως θ' αρρωστούσα (Kazantz) |
    • όσες φορές αρρώσταινα, ο καλύτερός μου γιατρός ήτο το Bαγγελιό (Kondylakis) |
    • δεν έχουν αρκετά νοσοκομεία για τους ανθρώπους που αρρωσταίνουν (Evelpidis) |
    • κουράζεστε πολύ, θα αρρωστήσετε καμιά ώρα (Stratou) |
    • folks. αντρείοι εκεί δεν αρρωστούν κι άρρωστοι αντρειώνουν (DPetrop)
  • ⓐ become diseased or weakened:
    • αρρώστησαν τα δέντρα, τα σπαρτά
  • ② trans cause to become diseased, weaken (near-syn αδυνατίζω A1):
    • η κακοκαιρία αρρώστησε τα λαχανικά |
    • τον αρρώστησε η πείνα |
    • σκοτάδι εκεί μέσα βασίλευε, που αρρώσταινε τα μάτια και τους έπαιρνε τη βλέψη (Vlami)
  • ⓑ fig weaken, sicken, impoverish:
    • δίνουμε στις ιδέες μια ρομαντική ελαστικότητα, που τις αρρωσταίνει και τις τρίβει στα χέρια μας (Palam)

[αρρωστένω (αρρωστεμένος), backform. on basis of aor αρρώστησα of postmed (Somavera) αρρωστώ (-άω), postmed, MG ← PatrG ἀρρωστῶ ← K (also pap), AG ἀρρωστῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρταίνω [arténo] -ομαι Ρ αόρ. άρτυσα, απαρέμφ. αρτύσει, παθ. αόρ. αρτύθηκα, απαρέμφ. αρτυθεί, μππ. αρτυμένος : 1.δίνω σε κπ. να φάει απαγορευμένη τροφή σε καιρό νηστείας: Γιατί άρτυσες το παιδί πριν μεταλάβει; 2. προσθέτω στο πρόχειρο ή στο συνηθισμένο φαΐ κτ. γευστικό (συνήθ. καρυκεύματα) για να το κάνω νοστιμότερο: Άρτυσα το φαΐ / τα μακαρόνια. 3. (παθ.) παραβαίνω τη θρησκευτική νηστεία τρώγοντας απαγορευμένες τροφές: Aρτύθηκα και δεν μπορώ να κοινωνήσω. Έφαγε αρτυμένο φαΐ και πήγε να μεταλάβει.

[μσν. αρτ(ώ) μεταπλ. -αίνω < αρχ. ἀρτ(ύω) `μαρινάρω κρέας΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αρτυσ-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρταίνω [arténo] (& region. αρτύζω & αρτύνω) aor άρτυσα (subj αρτύσω), pf & plupf έχω-είχα αρτύσει, mi αρταίνομαι, aor αρτύστηκα (& αρτύθηκα; subj αρτυθώ), pf & plupf έχω-είχα αρτυθεί
  • ① trans add spices (oil, salt etc) to food, season (syn L καρυκεύω):
    • ~το κρέας |
    • άρτυσε τα μακαρόνια με βούτυρο |
    • poem .. ουδέ ποτέ με αλάτι αρτύζουνε τα φαγητά που τρώνε (Homer Od 23.270 Kaz-Kakr) |
    • πρώτα θα φάμε κι ύστερα θα 'ρθουν και τα σοφά μας λόγια | ν' αρτύσουν το ψωμί και το κρασί κλ (Kazantz Od 20.502)
  • ⓐ feed s.o. food forbidden during the fast period:
    • άρτυσε τον άντρα της τη Mεγάλη Eβδομάδα
  • ② intr taste or eat meat (syn L κρεοφαγώ):
    • κάτι μουρμουρίστηκε πως τάχα οι σιτιστές πέτυχαν ένα δυο βουβάλια ..· "θ' αναστηθούμε, σαν αρτύσουμε" μου 'πε ο Φ. (DSotiriou) |
    • (τον τράγο) θα τον μοιράσομε στα φτωχόσπιτα, για να αρτυθούν κι αυτά χρονιάρα μέρα σήμερα(Christovasilis) |
    • αν (το ψάρι) τύχαινε να 'χει αρτυθεί μ' ανθρώπινο κρέας, τότες γινόταν πιο αρπαχτικό (Zappas)
  • ⓑ break one's fast by eating meat or other forbidden food:
    • αρτύστηκε και δεν μπορεί να μεταλάβει |
    • gnom αν αρτυθείς, να είναι αρνί | κι αν κλέψεις, να είν' χρυσάφι as well be hanged for a sheep as a lamb, if one is willing to commit a crime it might as well be for sth substantial

[fr postmed, MG αρτύνω & αρτύζω ← PatrG, K (also pap), AG ἀρτύω]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχονταίνω.
  • Γίνομαι πλούσιος:
    • αρχόντυναν και ως με άλογα αλώνιζαν (Συναδ. φ. 49r).

[<ουσ. άρχοντας + κατάλ. αίνω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχονταίνω [arxondéno] aor αρχόντυνα (subj αρχοντύνω)
  • become a person of substance, grow rich (syn αρχοντεύω 2, near-syn πλουτίζω):
    • folkt με τη γλυκιά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκόνα (Megas) |
    • poem .. συλλογιούμουν | πώς η σκλαβιά να κάμει φτερούγες και ν' αρχοντύνει η φτώχεια (Kazantz Od 7.958)

[fr postmed αρχοντένω & αρχοντύνω, der of άρχοντας w. suff -ύνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντομαθαίνω [arxondomaθéno] αρχοντόμαθα,
  • et used to an aristocratic or rich way of life (near-syn καλομαθαίνω):
    • αρχοντόμαθε στα ξένα και του κακοφαίνεται στο χωριό

[cpd w. μαθαίνω]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...52   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες