Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *αίνω
515 εγγραφές [101 - 110]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποθερμαίνω [apoθerméno] mediop αποθερμαίνομαι (L)
  • ① reduce the heat of, cool sth off (syn κρυώνω, L ψυχραίνω)
  • ② mi αποθερμαίνομαι fig cool down, calm down:
    • οι αρχικοί ενθουσιασμοί, όσο πιο θερμοί είναι, τόσο πιο γρήγορα αποθερμαίνονται

[fr kath (neol) αποθερμαίνω, cpd w. θερμαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκατασταίνω [apokatasténo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (προφ.) αποκαθιστώ, ιδίως στη σημ. 2α.

[μσν. αποκατασταίνω < ελνστ. ἀποκαθιστῶ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποκαταστ-]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκατασταίνω.
  • 1) Φέρνω κάπ. σε μία κατάσταση:
    • χριστιανόν ορθόδοξον αποκατάστησέ σε (Iστ. Bλαχ. 1704).
  • 2) Φτιάχνω, διορθώνω, τακτοποιώ:
    • επήρεν το θαμπούριν του και αποκατάστησέν το (Διγ. Esc. 827).

[<αόρ. αποκατέστησα του αποκαθιστώ. H λ. στο Bλάχ. (στένω) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκατασταίνω s. αποκαταστένω.
[Λεξικό Κριαρά]
αποκατεβαίνω.
  • Kατεβαίνω:
    • εις γην αποκατέβην …, εις Άδην κάτω λέγω (Λίβ. Esc. 3845).

[μτγν. αποκαταβαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκερδαίνω.
  • 1) (Προκ. για υλικά πράγματα) κερδίζω, αποκτώ· απολαμβάνω, χαίρομαι:
    • ο ανήρ χωριζόμενος την προίκα της γυναικός αποκερδαίνει δύναται (Eλλην. νόμ. 53737
    • (σε μεταφ.):
      • του κόσμου τα καλά η γη τ’ αποκερδαίνει (Aχιλλ. N 1756).
  • 2) (Mεταφ. προκ. για πνευματικά πράγματα) κυριεύω:
    • την εμήν ψυχήν αποκερδαίνει (Φλώρ. 244).
  • 3) (Προκ. για πρόσωπο) κατακτώ, αποκτώ· χαίρομαι:
    • πόσους πολέμους έδωκες να με αποκερδαίσεις (Aχιλλ. L 1285).

[μτγν. αποκερδαίνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκουτιαίνω [apokutjéno] (& αποκουταίνω) aor αποκούτιανα, mi αποκουτιαίνομαι & αποκουταίνομαι, aor αποκουτιάθηκα & αποκουτάθηκα
  • ① trans stupefy (syn αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω):
    • τον αποκούτιανε η γυναίκα του |
    • η θύμηση (είναι) το σαράκι που νταντεύει την καρδιά, ώσπου την αποκουτιαίνει (Apostolidis)
  • ② intr & mi αποκουτιαίνομαι (& αποκουταίνομαι) become stupid or dull (syn αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω):
    • αποκούτιανε από τα γεράματα |
    • γέρασες μου φαίνεται κι αποκουτάθηκες και του λόγου σου (Kovvatzis)

[cpd w. κουτιαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκουτσαίνω [apokutséno] aor αποκούτσανα
  • make more or very lame or rickety:
    • κοίτα μπρος σου και μ' αποκούτσανες |
    • πήγε να διορθώσει την καρέκλα και την αποκούτσανε

[cpd w. κουτσαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκουφαίνω [apokuféno] aor αποκούφανα, mediop αποκουφαίνομαι, aor αποκουφάθηκα
  • ① make entirely deaf:
    • (syn ξεκουφαίνω) το κτύπημα τον αποκούφανε
  • ② mi αποκουφαίνομαι become entirely deaf:
    • (syn ξεκουφαίνομαι) |
    • αποκουφάθηκα με τις φωνές σου

[cpd w. κουφαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκουφιαίνω [apokufjéno]
  • empty (syn αδειάζω):
    • απουσίες παν ν' απογιομίσουν το κενό· κι αντίς, αυτές το αποκουφιαίνουν (Apostolidis)

[cpd w. κουφιαίνω]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...52   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες