Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίνη [íni] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για την απόδοση ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνα 2): βαζελίνη, ζαχαρίνη, καφεΐνη, ναφθαλίνη, νεομυκίνη, νικοτίνη, πενικιλίνη.
[λόγ. < νλατ. μετον. επίθημα -ina δηλωτικό φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, χημικών ενώσεων και τεχνητών ουσιών: νλατ. strychnina > στρυχνίνη, διεθ. chlorine (< chlor-) > χλωρ-ίνη (χλώρ-ιο), αγγλ. penicillin > πενικιλίνη, γερμ. Heroin > ηρωίνη (δες λ.), σπανιότ. φυσικών ή χημικών ουσιών: νλατ.(;) adamantina > αδαμαντ-ίνη, παλ. γερμ. Kaffein > καφε-ΐνη < λατ. θηλ. επίθημα -ina: regina `βασίλισσα΄, που παρήγε και αφηρ. ουσ.: medicina `ιατρική΄ (η αλλαγή -α > -η έγινε για να μοιάζουν οι λ. με αρχ. ελλην. όπου υπήρχαν μερικές λ. σε -ίνη: αρχ. ἀξίνη > νεοελλ. αξίνα, ἡρω-ίνη `ηρωίδα΄ καθώς μερικές λ. σε -ίνη αντιστοιχούσαν σε λατ. λ. σε -ina: αρχ. σαρδ-ίνη - λατ. sardina `σαρδέλα΄) & λόγ. επίδρ. στο -ίνα 2: μπενζίνα (< ιταλ. benzina ή ιταλ. benzine) > βενζίνη, ασπιρίνα > ασπιρίνη (δες και -ίνα 2)]