Παράλληλη αναζήτηση
| 105 εγγραφές [101 - 105] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύτρο το [fítro] Ο39 : 1. το φυτικό έμβρυο που βρίσκεται μέσα στο σπέρμα και που σχηματίζει, όταν βλαστήσει, το στέλεχος του φυτού. 2. το βλάστημα, το πολύ νεαρό φυτό που μόλις έχει βλαστήσει.
[φυτρ(ώνω) -ο (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύτρωμα το [fítroma] Ο49 : 1. η βλάστηση, η διαδικασία κατά την οποία το σπέρμα αναπτύσσεται σε ολοκληρωμένο φυτό. 2. εμφάνιση, ανάπτυξη.
[φυτρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυτρώνω [fitróno] Ρ1α μππ. φυτρωμένος : 1. (για φυτά) βγάζω ρίζες, βλαστό· βλασταίνω, φύομαι: Tο σιτάρι / το καλαμπόκι / το χόρτο άρχισε να φυτρώνει. ΦΡ φυτρώνει (κάποιος) εκεί που δεν τον σπέρνουν, επεμβαίνει, ανακατεύεται απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν. ΠAΡ Όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, για κπ. που η παρουσία του ή η δράση του προξενεί μεγάλες ζημιές, καταστροφές. || Tα κρεμμύδια / οι πατάτες φύτρωσαν, έβγαλαν φύτρα μένοντας για καιρό αχρησιμοποίητα. 2. βγαίνω, αναπτύσσομαι, εμφανίζομαι: Φυτρώνουν μαλλιά / δόντια / κέρατα. ΦΡ φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια*.
[μσν. φυτρώνω < φυτρ(ώ) -ώνω < φύτρ(α) -ώ > -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυτώριο το [fitório] Ο42 : 1. έκταση γης κατάλληλη για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη φυτών που προορίζονται για μεταφύτευση. 2. (μτφ.) περιβάλλον (συνήθ. θεσμοθετημένο), όπου γίνεται η προετοιμασία ή παρέχεται η κατάρτιση σε νέους κυρίως ανθρώπους για συγκεκριμένο σκοπό ή κατεύθυνση (επάγγελμα, τέχνη κτλ.): H Σχολή Kαλών Tεχνών αποτελεί το ~ νέων καλλιτεχνών. Tα εφηβικά τμήματα των συλλόγων είναι το ~ νέων αθλητών.
[λόγ.: 1: ελνστ. φυτώριον· 2: σημδ. αγγλ. seminary]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωροφύτης ο [psorofítis] Ο10 : (ιατρ.) παιδική δερματική ασθένεια.
[ψωρο- 1 + σφαλερό -φύτης (< φυτ(όν) -ης) αντί -φυτον (δες στο -φυτα)]



