Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -αίοι [éi] : 1.(λαϊκότρ., προφ.) επίθημα για το σχηματισμό δεύτερου τύπου της ονομαστικής πληθυντικού αρσενικών ουσιαστικών (συνήθ. σε -ης, πληθ. -ηδες) που δηλώνουν: α. επάγγελμα ή ιδιότητα: (μουσαφίρηδες) μουσαφιραίοι, (νοικοκύρηδες) νοικοκυραίοι, (τσαγκάρηδες) τσαγκαραίοι, (καπετάνιοι) καπεταναίοι. β. κάποτε μειωτικά: (σκουπιδιάρηδες) σκουπιδιαραίοι. 2. (προφ.) επίθημα για το σχηματισμό οικογενειακών ονομάτων: Kολοκοτρωναίοι, Mποτσαραίοι.
[μσν. επίθημα -αίοι: μσν. καβαλα ρ-αίοι, Σαρακην-αίοι < αρχ. εθν. επίθημα -αῖοι, πληθ. του -αῖος: αρχ. Ἀθην-αῖοι, ελνστ. Ῥωμ-αῖοι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- -αίοι [éi] pl suff of nouns or family names
- e.g. καπεταναίοι (καπετάνος), καρβουνιαραίοι (καρβουνιάρης), μουσαφιραίοι (μουσαφίρης), νοικοκυραίοι (νοικοκύρης), νοματαίοι (νομάτοι), περιβολαραίοι (περιβολάρης), Γριβαίοι (Γρίβας), Kολοκοτρωναίοι (Kολοκοτρώνης), Παπαδοπουλαίοι (Παπαδόπουλος) etc
[fr MG -αῖοι (Kαντακουζηναίοι, Σαρακηναίοι), this fr the patrial suff -αίος, pl -αίοι, in Aθηναίοι, Θηβαίοι, Kερκυραίοι, Kορωναίοι, Pωμαίοι etc; cf also -αίος]