Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φρου φρου"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρου φρου το [frú frú] Ο (άκλ.) : (προφ.) ο ήχος που παράγει το φόρεμα γυναικών που βρίσκονται σε κίνηση, κυρίως στην έκφραση (όλο) ~ κι αρώματα, για ντύσιμο υπερβολικά στολισμένο, εντυπωσιακό. || (επέκτ.) για λόγια ή ενέργειες εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.

[λόγ. < γαλλ. frou-frou (ηχομιμ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες