Παράλληλη αναζήτηση
| 149 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρευστοποίηση η [refstopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρευστοποιώ. 1. μετατροπή στερεάς ύλης σε ρευστή: ~ μετάλλου. 2. μετατρο πή περιουσιακού στοιχείου, εμπορεύματος κτλ. σε ρευστό χρήμα: ~ μετοχών / ακίνητης περιουσίας.
[λόγ. ρευστοποιη- (ρευστοποιώ) -σις > -ση]
- ρευστοποιήσιμος -η -ο [refstopiísimos] Ε5 : που μπορεί να ρευστοποιηθεί2, να μετατραπεί σε ρευστό χρήμα: Ομόλογα που είναι ανά πάσα στιγμή ρευστοποιήσιμα.
[λόγ. ρευστοποιη- (ρευστοποιώ) -σιμος]
- ρευστοποιώ [refstopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.μετατρέπω μια στερεά ύλη (σώ μα) σε ρευστή· (πρβ. υγροποιώ). 2. (μτφ.) μετατρέπω σε ρευστό χρήμα (ανταλλάσσω με ρευστό χρήμα) ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα εμπορεύσιμο είδος, ένα χρηματιστηριακό τίτλο κτλ.: Για να πληρώσει τα χρέη του αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει ένα μέρος της ακίνητης περιουσίας του.
[λόγ. ρευστ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. liquider]
- ρευστός -ή -ό [refstós] Ε1 : 1α.(για ύλη, υλικό σώμα) που δεν έχει σταθε ρό σχήμα και μπορεί να ρέει: Ρευστή ουσία / μάζα. Ρευστό μέταλλο. || (ως ουσ., φυσ.) το ρευστό, κάθε σώμα σε υγρή ή αέρια κατάσταση. β. (μτφ.) που δεν έχει καμιά σταθερότητα, που δεν έχει πάρει οριστική μορφή, που εύκολα μπορεί να μεταβληθεί: H πολιτική κατάσταση παραμένει ακόμα ρευστή. Ρευστά όρια, ευμετάβλητα και ασαφή. 2. Ρευστό χρήμα και ως ουσ. το ρευστό, χρήμα με τη μορφή νομίσματος ή χαρτονομίσματος, σε αντιδιαστολή προς το χρήμα με τη μορφή εγγράφου (επιταγής, ομολόγου κτλ.)· (πρβ. μετρητά): Πλήρωσε σε ρευστό.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥευστός· 2: σημδ. γαλλ. liquide]
- ρευστότητα η [refstótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του ρευστού. α. (φυσ.) η ικανότητα των υγρών και των αέριων σωμάτων να ρέουν, ο βαθμός της ευκολίας με την οποία ρέει ένα ρευστό σώμα. β. (μτφ.) έλλειψη σταθερότητας· αστάθεια: H ~ της πολιτικής κατάστασης δεν επιτρέπει καμιά πρόβλεψη. 2. (οικον.) η σχέση μεταξύ ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων και διαθέσιμου χρήματος ή άλλου αντίστοιχου μέσου πληρωμής: Aπόλυτη ~, μετρητό χρήμα, καταθέσεις κτλ. Σχετική ~, περιουσιακά στοιχεία που εύκο λα ρευστοποιούνται.
[λόγ. ρευστ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. liquidité]
- ρεύω [révo] Ρ5.2α (συνήθ. στο αορ. θ.) : α.εξαντλούμαι, εξασθενίζω σωματικώς και πολύ: Έρεψε από τη φτώχεια / από την πείνα / από την αρρώστια. β. εξαντλώ, εξασθενίζω κπ.: Tον έρεψε η πείνα.
[αρχ. ῥέω `χύνομαι, λιώνω΄ αόρ. ἔρρευσα > έρρεψα (ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ) μεταπλ. -έβω κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]
- ρεφάρω [refáro] Ρ6α : (λαϊκ., προφ.) ξανακερδίζω ό,τι έχασα (σε τυχερό παιχνίδι ή σε επιχείρηση).
[ιταλ. rifar(e) `αντισταθμίζω ζημιές΄ -ω [i > e] από επίδρ. του [r] ]
- ρεφενές ο [refenés] Ο13 : το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας (παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ.: Πόσο είναι ο ~; Ποιος δεν πλήρωσε / έδωσε το ρεφενέ του; Bάλαμε (από) 10.000 δραχμές ρεφενέ. || (η αιτ. ως επίρρ.) με κοινή συνεισφορά: Έχουμε πάρτι ρεφενέ.
[τουρκ. (διαλεκτ.) refene -ς (< herifane, από τα περσ.)]
- ρεφλέξ τα [refléks] Ο (άκλ.) : τα αντανακλαστικά: Tα ~ του τερφατοφύλακα.
[λόγ. < γαλλ. réflexes (πληθ.)]
- ρεφορμισμός ο [reformizmós] Ο17 : τάση του σοσιαλιστικού και του εργα τικού κινήματος που αντιτίθεται στην προοπτική της προλεταριακής επανά στασης και υποστηρίζει μια διαδικασία συνεχών μεταρρυθμίσεων μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
[λόγ. < γαλλ. réform(isme) -ισμός]



