Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ξέκωλος -η -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέκωλος -η -ο [ksékolos] Ε5 : (λαϊκ.) 1. (για πρόσ.) που είναι πολύ προκλητικά ντυμένος, κυρίως όσον αφορά το κάτω μέρος του σώματος. || (ως ουσ.): Kυκλοφορούσαν κάτι ξέκωλες στην παραλία. 2. για ρούχο που είναι ιδιαίτερα προκλητικό, ιδίως όσον αφορά το κάτω μέρος του σώματος. || (ως ουσ.) το ξέκωλο: Εμφανίστηκε με κάτι ξέκωλα.

[ξε- κώλ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες