Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ασπρομάνικος, -η, -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρομάνικος, -η, -ο [asprománikos]
  • white-handled (ant μαυρομάνικος):
    • αριστερά της έχει απιθώσει το ασπρομάνικο μαχαίρι του (Karouzos)

[cpd w. μανίκιν; cf μαυρομάνικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες