Παράλληλη αναζήτηση
| 451 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόειδα [apói∂a] (& Kazantz απόδα) aor (subj αποειδώ) only in phr είδα (κι) ~
- ① view and review, consider and reconsider, realize:
- το στοχάστηκε μια βδομάδα αλάκερη· είδε κι αποείδε· τέλος έκανε απόφαση (Psichari) |
- δεν είχε ακόμα μεγαλώσει για να ειδεί και ν' αποειδεί την κατάντια του (Panagiotop) |
- poem είδα κι απόδα και κατάλαβα τη φιδοδιγνωμιά σου (Kazantz Od 10.733)
- ② try and try again (usu unsuccessfully):
- folkt τ' αφεντικό του είδε κι απόειδε ναν το σηκώσει, μα δεν μπόρεσε (Loukatos)
- ⓐ be discouraged after doing sth to no effect:
- την εσκότωσε ύστερα, αφού είδε κι απόειδε, μ' όλο του το δίκιο (Xenop) |
- είδανε κι απόειδανε οι γειτόνοι, βρωμούσε κιόλας ο ληστής, αποφασίσανε να τον θάψουν (Panagiotop) |
- είδε κι απόειδε ο σουλτάνος από τους δικούς του (Petsalis) |
- όταν είδε κι απόειδε πως μάταια περίμενε να ενδώσει η ηγουμένη, ο βαρώνος έριξε τα δίχτυα του αλλού (Varelas) |
- αφού είδαν κι απόειδαν οι εχθροί πως δεν είναι άξιοι να υποτάξουν τέτοια λεβεντιά, παράτησαν τα βουνά (ChZalokostas, adapted)
[fr MG απόειδα (used as aor to αποβλέπω), cpd w. είδα]
- ① view and review, consider and reconsider, realize:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκειδά [apoci∂á] adv (written also από κει δα)
- fr that spot (syn αποκειδανά, near-syn αποκεί 1):
- κανένας δε διαβαίνει ~, σα δεν το θέλει ο καπετάν Γιάννης (Petsalis) |
- δε μπορούσε να σάλευε ~ που ήταν (Angeloglou)
[cpd of αποκεί & δα, or από & κειδά]
- fr that spot (syn αποκειδανά, near-syn αποκεί 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκουντουρίδα η.
-
- Aπομάκρυνση (από συντροφιά) (με θυμό)· ενέργεια από πείσμα· περιφρονητική, προσβλητική χειρονομία ή κίνηση:
- (Πανώρ. B´ 36).
[<αποκουντουρίζω + κατάλ. ‑ίδα. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Aπομάκρυνση (από συντροφιά) (με θυμό)· ενέργεια από πείσμα· περιφρονητική, προσβλητική χειρονομία ή κίνηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολαμπίδα [apolambí∂a] η,
- ① (light) ray (syn ακτίνα 1):
- ας έβλεπα μια ~ φως κι ας πέθαινα την άλλη αυγή (KChatzop)
- ② glitter, gleam (syn ακτινοβολία 2, απολαμπή):
- poem μια ~ από χαρά θεϊκή (id.)
[der of απολαμπή w. suff -ίδα]
- ① (light) ray (syn ακτίνα 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπερίδα [aposperí∂a] η,
- evening social gathering (syn βεγγέρα, L εσπερίδα):
- τον Eρωτόκριτο γνώριζα από τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες, όπου τον διάβαζαν με μια τραγουδιστή απαγγελία (Kondylakis) |
- πολλές φορές κοιμήθηκα πάνω στα γόνατά της, όταν το βράδυ ερχότανε σπίτι μας γι' ~ (id.) |
- οι γειτόνισσες μας έκαμαν συντροφιά στην ~ μας (Prevelakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποσπερίς, cpd w. εσπερίς]
- evening social gathering (syn βεγγέρα, L εσπερίδα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραβίδα η [aravíδa] Ο26 : 1.βραχύκαννο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιούσε παλαιότερα το ιππικό και το πυροβολικό. 2. αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ Tόμσον.
[λόγ. αραβ(ίς) -ίδα ίσως παρετυμ. ή παρανάγνωση του γαλλ. carabine `καραμπίνα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβίδα [araví∂a] η, (L) & milit
- ① old fashioned, short-barreled rifle, carbine (syn καραμπίνα):
- ακολουθούσαν δύο ιππείς της φρουράς με μικρή σημαία στη λόγχη της αραβίδας τους (Petsalis) |
- χτύπησε με την ~ ένα λαγό, τον έψησε πρωτόγονα και τον έφαγε (Karagatsis)
- ② submachine gun (near-syn τόμιγκαν)
[fr kath αραβίς]
- ① old fashioned, short-barreled rifle, carbine (syn καραμπίνα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραχίδα η [araxíδa] Ο26 : φυτό που καλλιεργείται σε θερμά κλίματα και που καρπός του είναι τα αράπικα φιστίκια.
[λόγ. αντδ. αραχ(ίς) -ίδα < γαλλ. arachide (στη νέα σημ.) < λατ. arachida < ελνστ. ἀράχιδνα `λαθού ρι΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργίδα [aryí∂a] η, fishery
- sucking fish, remora, Echeneis remora (syn εχενίδα)
[perh der of αργός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αργολίδα [arγolí∂a] η, geogr
- Argolis:
- επαρχίες της Πελοποννήσου είναι εφτά· η Aχαΐα, η Σικυωνία, η Kορινθία, η ~κλ (Demetrieis, adapted) |
- απ' το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα π.X. η ~ δοκιμάζει έντονα την επίδραση του κρητικού πολιτισμού (Evelpidis) |
- η ~ είναι η χώρα των απλόχωρων κάμπων και των μαγευτικών βουνών (Panagiotop) |
- τα γαλλικά στρατεύματα να προχωρήσουν το ταχύτερον προς την ~ (Petsalis, adapted) |
- οι παραδόσεις των Mυκηνών, οι ασυνήθιστα πλούσιες, όχι μόνο ανάμεσα στις παραδόσεις της Aργολίδας αλλά και όλης της Eλλάδας, .. έκαμαν το μεγαλείο των Mυκηνών απαράμιλλο (Papachatzis)
[fr kath Aργολίς ← AG Aργολίς]
- Argolis:



