Παράλληλη αναζήτηση
| 22 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετζάδο το· μεντζάδο.
-
- Ημιώροφος:
- (Διαθ. 17. αι. 5171).
[<βεν. mezado (Battaglia, λ. mezzato) - παλαιότ. ιταλ. mezzado (Boerio, Index). Τ. μετζάο, μετζάος ο σήμ. ιδιωμ.]
- Ημιώροφος:
- μονόπατος -η -ο [monópatos] Ε5 : μονώροφος.
[μονο- + πάτ(ος) -ος (πάτος `πάτωμα΄ < ελνστ. πάτος)]
- μονώροφος -η -ο [monórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει ένα μόνο όροφο.
[λόγ. < μσν. μονώροφος < μον(ο)- + -ωροφος]
- οκταώροφος -η -ο [oktaórofos] Ε5 : που έχει οχτώ ορόφους: Οκταώροφη πολυκατοικία / οικοδομή.
[λόγ. οκτα- + -ώροφος]
- Ορομπούρκιον το.
-
— Βλ. και ρεμούρκιο.
- Ονομασία του μεγάλου πολυτελούς πλοίου του μαρκησίου της Φερράρας:
- ναυς τις ερχομένη κατάχρυσος … διώροφος και τριώροφος … εκαλείτο … Ορομπούρκιον (Ψευδο-Σφρ. 33024 (έκδ. ορο‑)).
[<ιταλ. Oroburchio]
- Ονομασία του μεγάλου πολυτελούς πλοίου του μαρκησίου της Φερράρας:
- όροφος ο [órofos] Ο19 : 1. το σύνολο των δωματίων ενός σπιτιού, των διαμερισμάτων μιας πολυκατοικίας ή γενικά των χώρων μιας οικοδομής που βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο, στο ίδιο ύψος από το έδαφος· πάτωμα: Σπίτι με έναν όροφο, μονώροφο. Ο πρώτος ~ βρίσκεται πάνω από το ισόγειο. Οικοδομή δύο / τριών / πολλών ορόφων, διώροφη, τριώροφη, πολυώροφη. Ο κάθε ~ έχει ένα / δύο / τρία διαμερίσματα. Kατοικεί στον τελευταίο όροφο, σε διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου. Iδιοκτησία κατ΄ όροφον, η οριζόντια ιδιοκτησία. 2. για καθένα από τα τμήματα ενός συνόλου, ιδίως μιας κατασκευής, τα οποία βρίσκονται το ένα επάνω στο άλλο: Οι όροφοι της τούρτας / του διαστημοπλοίου.
[λόγ. < αρχ. ὄροφος `στέγη΄ κατά τη σημ. του β' συνθ. στα τριώροφος, τετραώροφος]
- πατάρι το [patári] Ο44 : 1. ημιώροφος που συνήθ. δεν καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ισόγειου χώρου, συνήθ. καταστήματος, αλλά που σχηματίζει ένα είδος εσωτερικού εξώστη. 2. αποθηκευτικός χώρος σε κατοικία, επάνω από το λουτρό, από το διάδρομο ή από άλλο βοηθητικό χώρο.
παταράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *πατάριον < αρχ. πάτ(ος) (στην ελνστ. σημ.: `πάτωμα΄) -άριον]
- πενταώροφος -η -ο [pendaórofos] Ε5 : (ιδ. για κτίριο) που έχει πέντε ορόφους: Πενταώροφη οικοδομή / πολυκατοικία. || (επέκτ.): Πενταώροφη τούρτα.
[λόγ. πεντα- + -ώροφος (πρβ. ελνστ. πεντώροφος ίδ. σημ.)]
- πολυώροφος -η -ο [poliórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα. ANT μονώροφος: Πολυώροφα κτίρια / σπίτια / καταστήματα. Πολυώροφες οικοδομές / κατοικίες.
[λόγ. < ελνστ. πολυώροφος]
- τετραώροφος -η -ο [tetraórofos] Ε5 : 1. που έχει τέσσερις ορόφους: Tετραώροφη πολυκατοικία / οικοδομή. || (ως ουσ.) το τετραώροφο, τετραώροφο κτίσμα. 2. για κτ. που το έχουν κατασκευάσει σε τέσσερα επίπεδα: Tετραώροφη τούρτα.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. τετραώροφον τό, αρχ. επίθ. τετρώροφος]



