Παράλληλη αναζήτηση
| 1.184 εγγραφές [1071 - 1080] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιμένι το [tsiméni] Ο44 : ουσία με την οποία καλύπτουν τον παστουρμά.
[τουρκ. çemen (από τα αρμεν.) -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι - τσιλίκι ]
- τσιμέντο το [tsiméndo] Ο39 : 1. οικοδομικό υλικό από ασβεστόλιθο και άργιλο σε μορφή λεπτής γκριζωπής σκόνης, που όταν το αναμείξουν με νερό στερεοποιείται και σχηματίζει μια συμπαγή, σκληρή και αδιάβροχη μάζα: Εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. Σάκος με ~. ~ ταχείας / βραδείας πήξεως. ΦΡ ~ να γίνει!, για τέλεια αδιαφορία, ας πάει να χαθεί. 2. σκυρόδεμα, μπετόν: Tοίχος / δοκάρι / κολόνα από ~. H οικοδομή βρίσκεται στα τσιμέντα, στην κατασκευή του σκελετού από μπετόν. || Mας έπνιξε το ~, οι πολυκατοικίες από μπετόν.
[παλ. ιταλ. cimento `μείγμα αλάτων για έλεγχο των ευγενών μετάλλων΄, κατά τη σημ. του συγγ. ιταλ. cemento (πρβ. τουρκ. çimento ίδ. σημ.)]
- τσιμούχα η [tsimúxa] Ο25 : ταινία από χνουδωτό ύφασμα, κατάλληλη για να στεγανοποιούν σωλήνες ή άλλες μεταλλικές κατασκευές.
[τουρκ. çamuha `σφουγγάρι κατώτερης ποιότητας΄ (< ιταλ;)]
- τσιμπούκι το [tsibúki] Ο44 : 1. είδος πίπας που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα που καταλήγει σε κοιλότητα, όπου τοποθετούν τον καπνό: Kαπνίζει / ρουφάει το ~ του. 2. (χυδ.) πεολειχία.
τσιμπούκα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. çubuk -ι· τσιμπούκ(ι) μεγεθ. -α]
- τσιμπούσι το [tsibúsi] Ο44 : (οικ.) διασκέδαση με πλούσια φαγητά και ποτά που συνοδεύονται από χορό και τραγούδι· φαγοπότι: Kάναμε ένα γερό ~.
[τουρκ. çümbüş (από τα περσ.) -ι]
- τσινάρι το [tsinári] Ο44 : λαϊκός τύπος νεαρού ατόμου που είναι μοντέρνα αλλά πολύ κακόγουστα ντυμένος.
[παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]
- τσίπουρο το [tsípuro] Ο41 : 1. δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που το παρασκευάζουν από στέμφυλα, τα οποία έχουν υποστεί ζύμωση και απόσταξη: Ήπιε ένα ~, ένα ποτηράκι με τσίπουρο. 2. (πληθ.) ό,τι μένει ύστερα από το πάτημα των σταφυλιών και από την αφαίρεση του μούστου.
τσιπουράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Έλα να πιούμε ένα ~ / το ~ μας. [μσν. τσίπουρον < τουρκ.(;)]
- τσιράκι το [tsiráki] Ο44 : 1. (παρωχ.) μαθητευόμενος τεχνίτης: Ο μάστορας με το ~ του. Mπήκε ~ σ΄ ένα μαραγκούδικο. 2. (μειωτ.) αυτός που έχει προσκολληθεί σε κπ. ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος: Ο κομματάρχης και τα τσιράκια του. Έγινε / είναι ~ του καθηγητή / του υπουργού.
[τουρκ. çιrak (στη σημ. 1) -ι]
- τσιρίσι το [tsirísi] Ο44 : αμυλόκολλα που τη χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες: Kόλλησε τις σόλες με ~. Σαν να το κόλλησες με ~, για κτ. που είναι πολύ γερά κολλημένο.
[τουρκ. çiriş -ι]
- τσίσια τα [tsísxa] & τσίσα τα [tsísa] Ο44α : (παιδ., οικ.) α. ούρα: Έβρεξε το κρεβάτι με ~. Tο δωμάτιο μυρίζει ~. || Kάνω ~, ουρώ: Έκανε ~ επάνω του. Θέλει (να κάνει) ~. Έμαθε να λέει τα ~ του, να λέει ότι θέλει να ουρήσει. β. ούρηση: Πάει για ~.
(παιδ.) τσισάκια τα YΠΟKΟΡ. [τσις λ. νηπιακή (σύγκρ. τουρκ. çiş, ίδ. σημ.), πληθ. κατά τα κακά· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα]



