Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκ.
1.184 εγγραφές [1091 - 1100]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουβάλι το [tsuváli] Ο44 : 1α. μεγάλη θήκη μακρόστενη, ανοιχτή στο επά νω μέρος, από ειδικό χοντρό ύφασμα με αραιή ύφανση: ~ για κάρβουνα / για κρεμμύδια. || σακί: Ένα ~ με ζάχαρη / με αλεύρι. β1. αραιό και κακής ποιότητας ύφασμα. β2. φαρδύ και άχαρο ρούχο. 2. ποσότητα που χωράει σε ένα τσουβάλι: Aγόρασα ένα ~ πατάτες. ΦΡ με το ~, για κτ. που γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ή που είναι άφθονο: Λέει ψέματα / βγάζει λεφτά / δίνει υποσχέσεις με το ~. βάζω στο ίδιο ~, αντιμετωπίζω κάποιους με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως, τρόπο. τσουβαλάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. çuval (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουένι το [tsuéni] Ο44 : φυτική ουσία που τη χρησιμοποιούσαν αντί για σαπούνι, για να καθαρίζουν τα ρούχα.

[τουρκ. çöven (χαλαρή άρθρ. του μεσοφ. [v] στα τουρκ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουλούφι το [tsulúfi] Ο44 : (οικ.) 1. τούφα από μαλλιά: Ένα ~ τού έπεφτε στα μάτια. Xτενίσου καλά γιατί σου πετάει ένα ~. || (πληθ. μειωτ.) μαλλιά: Θα σε πιάσω απ΄ τα τσουλούφια και θα σου τα βγάλω. 2. οι τρίχες που πέφτουν στο μέτωπο του αλόγου.

[τουρκ. zülüf ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουπ [tsúp] (άκλ.) : για να δηλώσουμε, επιφωνηματικά, την ξαφνική και συνήθ. ενοχλητική εμφάνιση κάποιου: Kάθε πρωί / με την παραμικρή αιτία ~ έρχεται εδώ.

[τουρκ. cup `μπλουμ΄ (ηχομιμ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουράπι το [tsurápi] Ο44 : (λαϊκότρ.) χοντρή μάλλινη, χειροποίητη κάλτσα.

[τουρκ. çorap ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουρέκι το [tsuréki] Ο44 : είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού που το ζυμώνουν με γάλα, βούτυρο και αυγά: Πασχαλινό ~ μ΄ ένα κόκκινο αυγό στη μέση. Πλάθω τα τσουρέκια σε πλεξίδες και σε κουλούρες. τσουρεκάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. ὀἔrek ( [ἔ > u] από επίδρ. του [r] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουρούτικος -η -ο [tsurútikos] Ε5 : (οικ.) για ρούχο ή για κτ. κατασκευασμένο συνήθ. από ύφασμα, που είναι στενό ή και κοντό. τσουρούτικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. çürüt- αόρ. του çürür `φθείρω (για ύφασμα)΄ -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουτσέκι το [tsutséki] Ο44α : (μειωτ.) για άνθρωπο ασήμαντο, άξιο περιφρόνησης, συνήθ. νεαρό: Tι να μας πει τώρα το ~!

[τουρκ. çiçek `“λουλούδι”, κατεργάρης, άστατος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσόχα η [tsóxa] Ο25 : 1. είδος μονόχρωμου μάλλινου υφάσματος με πυκνή ύφανση και κοντό πέλος: Kάλυμμα τραπεζιού από ~. Έστρωσαν την πράσινη ~ στο τραπέζι για να παίξουν χαρτιά. ΦΡ τι πληρώνεις, την ~ ή τα ραφτικά*; ή τι είν΄ η τσόχα, τι είν΄ τα ραφτικά*! 2. (πράσινη) ~, χαρτοπαιξία: Στην πράσινη ~ παίζονται και χάνονται πολλά λεφτά. τσοχάκι το YΠΟKΟΡ: μικρό κομμάτι τσόχας για διάφορες χρήσεις.

[μσν. τσόχα < τουρκ. çuha (από τα περσ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυφέκιο το [tifékio] Ο40 : (λόγ.) τουφέκι.

[λόγ. επίδρ. στο τουφέκι κατά το τουρκ. έτυμο tüfek (δες στο τουφέκι)]

< Προηγούμενο   1... 108 109 [110] 111 112 ...119   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες