Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουρουκλεμές ο [suruklemés] Ο13 : άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί· αχαΐρευτος.
[τουρκ. sürükle(n)me(k) `σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκη μη ζωή΄ -ς]



